Καλεσμένη στο Στούντιο 4, το απόγευμα της Δευτέρας, η Πέννυ Μπαλτατζή συγκλόνισε με την περιγραφή της για την απώλεια της μητέρας της. «Έχασα τη μαμά μου το 2018 και πήρα πολύ μεγάλη ανάσα, ανακουφίστηκα πάρα πολύ», είπε χαρακτηριστικά η Πέννυ Μπαλτατζή και εξήγησε: «Σωματοποιήθηκε η ψυχική της ασθένεια, έπαθε ALS, όλα ακινητοποιούνται. Ήθελε κι εκείνη να «φύγει».
Υπήρχαν στιγμές που ήταν στο κρεβάτι… την έβλεπα και της έλεγα πόσο όμορφη ήταν. Θυμάμαι που μου έλεγε: θέλω την ελευθερία μου. Τι άλλο μπορεί να θέλω εγώ, λοιπόν, για την μαμά μου, πέρα από το να πετάξει;». «Ήταν στο νοσοκομείο σε ημικωματώδη κατάσταση και να λέω πεθαίνει τώρα. Και να πηγαίνω στα αφτιά της να της λέω μαμά, μαμά έλα με ακούς, μαμά, μαμά, μαμά με ακούς, μαμά, μαμά! Και τελικά επανήλθε, γυρίσαμε σπίτι και πέθανε μετά από ένα χρόνο. Αλλά αυτό ήταν σαν να την έχασα μια φορά. Τα είδα όλα», είπε η Πέννυ Μπαλτατζή, συγκλονίζοντας τη Νάνσυ Ζαμπέτογλου και τον Θανάση Αναγνωστόπουλο.
«Έπρεπε να βοηθάω τη μαμά, να είμαι εκεί και να συμπονέσω κάπως. Να στηρίξω τον αδελφό μου που ήταν 5 χρόνια μικρότερος και σε μεγάλες κρίσεις να τον καθησυχάσω. Έχει τύχει να του ρίξω κρύο νερό για να τον ηρεμήσω. Θυμάμαι ότι δεν μπορούσα να μιλήσω, δεν εκφραζόμουν. Άργησα να αντιδράσω. Ενηλικιώθηκα για να μιλήσω. Ο μπαμπάς μου πικραινόταν πολύ και κρατούσε μια παθητική στάση, προσπαθούσε να κρατήσει ισορροπία. Του έριξα ευθύνες για κάποια στιγμή. Και στη μαμά μου έριξα και θύμωσα τόσο πολύ που αν μου έλεγες “η μαμά σου πέθανε” δεν θα με πείραζε. Θύμωνα με εκείνη που φέρεται έτσι στον εαυτό της. Ένιωθα σαν να το είχα αναλάβει.
Ενώ ήμουν πολύ ήσυχο παιδί, δεν με άκουσαν στην εφηβεία μου και στα 18 μου “έσκασα”. Συναισθηματικά δεν ήταν λειτουργική. Υπήρχε μεγάλο κομμάτι υστερίας και φρίκης. Είχα να διαχειριστώ πολύ κλάμα, τύψεις με όλα αυτά που ακούγαμε. Έλεγε πολύ σκληρά πράγματα. Από κατάρες μέχρι πολύ σκληρές κουβέντες, δεν μπορείς να τα χωνέψεις. Και νομίζω ότι για αυτό θύμωσα. Τη συγχώρησα με πολύ δουλειά και πολύ πόνο. Για να φτάσω να την αγγίξω, να τη νιώσω, να την καταλάβω, δεν έφταιγε».