Ο Στέφανος παίρνει την Αλεξάνδρα από τον Κιάρι και την πάει στο σπίτι στην Κηφισιά. «Τι είναι εδώ;», τον ρωτάει. «Θα δεις. Ετοιμάσου για μια μεγάλη έκπληξη, η οποία μόνο για καλό θα είναι», της απαντάει εκείνος. Η Αλεξάνδρα βλέπει ξαφνικά μπροστά της τη Μαργέτα, που σπεύδει να την κλείσει στην αγκαλιά της. «Κόρη μου, πόσα πέρασες. Πόσο λυπάμαι», της λέει με δάκρυα στα μάτια. «Μητέρα, είσαι στ’ αλήθεια εσύ; Μα πώς;», της ψελλίζει δειλά. Η Αλεξάνδρα δίπλα στη Μαργέτα ξαναβρίσκει σιγά-σιγά το χαμόγελό της και τον εαυτό της και δεν νιώθει πια τόσο μόνη, αφού για εκείνη αυτή η γυναίκα είναι πλέον σαν μητέρα της. Ωστόσο η κατάσταση θα ανατραπεί όταν δεχτούν μια απρόσμενη επίσκεψη.
Κι ενώ αυτά συμβαίνουν στην Αθήνα, στη Μεσσήνη ο Κοντογιάννης έχει βάλει μπροστά το σχέδιό του να καταστρέψει τον Ιάσονα. Ετσι, αφού έχει απαγάγει τη γυναίκα τού αρχηγού τού παρακράτους, φροντίζει να τον ενοχοποιήσει και του στήνει παγίδα. Γνωρίζει ότι με μια τέτοια κατηγορία ο Ιάσονας δεν θα βγει ζωντανός από τα χέρια τους. Ο Δεμερτζής που δεν γνωρίζει ακόμη τι τον περιμένει, θα ανακαλύψει τυχαία τη συσχέτιση του Φάνη και της νέας διευθύντριας του νοσοκομείου. Μάλιστα αντιλαμβάνεται ότι όχι μόνο γνωρίζονται αλλά υπάρχει κάτι πολύ περισσότερο μεταξύ τους, το οποίο είναι διατεθειμένος να μάθει. Την ίδια ώρα, μια βόμβα ετοιμάζεται να ενεργοποιηθεί…