Στις 14 Σεπτεμβρίου η Εκκλησία γιορτάζει την Ύψωση του Τιμίου Σταυρού, μια από τις αρχαιότερες Δεσποτικές γιορτές, που είναι αφιερωμένη στον Χριστό. Η γιορτή έχει διπλή σημασία: αφενός αναφέρεται στη Σταύρωση και το θάνατο του Κυρίου, γι’ αυτό και συνοδεύεται από αυστηρή νηστεία, παρόμοια με αυτή της Μεγάλης Παρασκευής. Αφετέρου, συνδέεται με σημαντικά ιστορικά γεγονότα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, γεγονός που της προσδίδει πανηγυρικό χαρακτήρα. Το Ευαγγέλιο που διαβάζεται στη Θεία Λειτουργία είναι το ίδιο με εκείνο της Μεγάλης Παρασκευής. Παρόλο που η γιορτή ήταν παλαιότερα ημέρα γενικής αργίας, σήμερα, μετά τις αλλαγές στην εργάσιμη εβδομάδα, είναι εργάσιμη ημέρα.
Η γιορτή έχει τις ρίζες της στο 326 μ.Χ., όταν η Αγία Ελένη, μητέρα του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου, επισκέφθηκε τα Ιεροσόλυμα. Εκεί, ανέλαβε την ανέγερση ναών και ειδικότερα ενός μεγάλου ναού στο Γολγοθά, όπου είχε σταυρωθεί ο Ιησούς Χριστός. Προτού, ο αυτοκράτορας Αδριανός είχε χτίσει ναό αφιερωμένο στην Αφροδίτη για να εμποδίσει τους χριστιανούς από την προσκύνηση. Η Αγία Ελένη κατεδάφισε τον ειδωλολατρικό ναό, ανακάλυψε τη θέση της Σταύρωσης και βρήκε τον Τίμιο Σταυρό.
Η ανακάλυψη του Σταυρού προκάλεσε ενθουσιασμό και προσκύνημα από όλο τον χριστιανικό κόσμο. Στις 14 Σεπτεμβρίου του 336, κατά τα εγκαίνια του Ναού της Αναστάσεως, ο Πατριάρχης Μακάριος ύψωσε τον Σταυρό στον άμβωνα, επιτρέποντας σε όλους τους πιστούς να προσκυνήσουν. Μετά από περίπου 280 χρόνια, το 614, οι Πέρσες κατέλαβαν τα Ιεροσόλυμα και πήραν τον Τίμιο Σταυρό. Ο αυτοκράτορας Ηράκλειος, μετά από 14 χρόνια, απελευθέρωσε τον Σταυρό και τον Πατριάρχη Ζαχαρία, φέρνοντάς τους ξανά στα Ιεροσόλυμα. Ο Πατριάρχης Ζαχαρίας ύψωσε τον Σταυρό και πάλι στον άμβωνα.
Η ύψωση του Σταυρού συνοδεύεται από δύο θαύματα: τη θεραπεία μιας ετοιμοθάνατης γυναίκας και την υπερνίκηση της αδυναμίας του Ηράκλειου να προχωρήσει με τον Σταυρό, μόλις αφαιρέσει το στέμμα και τα υποδήματά του. Ο Τίμιος Σταυρός παραμένει πολύτιμο κειμήλιο και στήριγμα για την Εκκλησία και τους πιστούς, καθώς είναι «ο φύλακας της οικουμένης και η ωραιότητα της Εκκλησίας».