Σήμερα η εκκλησία μας τιμα την μνήμη των Αγίων Τεσσαράκοντα Παρθένων και Ασκητριών. Η Κελσίνα μία εξ αυτών προερχόταν από την πόλη, αφού ομολόγησε με θάρρος την πίστη της, συγκέντρωσε όλες τις γυναίκες στο σπίτι της μαζί με τον δάσκαλό τους, τον διάκονο Άγιο Αμμούν, ώστε να ενισχυθούν για το επερχόμενο μαρτύριο. Ο Αμμούν πήρε το χαρτί με τα ονόματά τους και τα διάβασε ένα προς ένα με δυνατή φωνή. Στη συνέχεια, είπε: «Αγωνιστείτε για τον Χριστό μέσω του μαρτυρίου, γιατί έτσι ο Κύριος Χριστός θα σταθεί στην πύλη της ουράνιας βασιλείας και θα σας καλέσει μία προς μία με το όνομά σας, για να σας δώσει το στεφάνι της αιώνιας ζωής».
Όταν ο ηγεμόνας τις ανέκρινε ξανά, όλες με σταθερότητα ομολόγησαν την πίστη τους. Με τις προσευχές τους κατέστρεψαν τα είδωλα, και ο ιερέας των ειδώλων ανυψώθηκε στον αέρα, μέχρι που, βασανισμένος από φλεγόμενους αγγέλους, έπεσε νεκρός στο έδαφος. Τότε ο Βάβδος διέταξε να κρεμάσουν τον Άγιο Αμμούν, να του ξεσκίσουν τα πλευρά, να κάψουν τις πληγές του με αναμμένες δάδες και να του τοποθετήσουν στο κεφάλι ένα χάλκινο πυρακτωμένο κράνος.
Επειδή ο Άγιος προστατεύθηκε από τα βασανιστήρια και έμεινε αλώβητος, μεταφέρθηκε μαζί με τις μαθήτριές του από τη Βερόη (σημερινή Στάρα Ζαγόρα στη Βουλγαρία) στην Ηράκλεια, μπροστά στον βασιλιά Λικίνιο. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, ο Κύριος εμφανίστηκε και τους έδωσε θάρρος. Όταν έφτασαν στην πόλη, πήγαν στο σημείο όπου φυλάσσονταν τα τίμια λείψανα της Αγίας Μάρτυρος Γλυκερίας. Ενώ προσεύχονταν κατά τη διάρκεια της νύχτας, εμφανίστηκε η Αγία και είπε: «Καλώς ήρθατε, άγιες δούλες του Θεού! Από καιρό περίμενα τη λαμπρή συνοδεία σας εν Χριστώ, για να χορέψουμε όλες μαζί στεφανωμένες με τους άγιους αγγέλους στη βασιλεία του Χριστού, τον οποίο ομολογήσαμε μέχρι θανάτου».