Η αγαπημένη ηθοποιός Ελένη Ράντου ήταν μάρτυρας σε ένα περιστατικό καθαρού μισογυνισμού και θέλησε να το μοιραστεί με το κοινό. Γι’ αυτό και περιέγραψε με κάθε λεπτομέρεια την σκηνή στην οποία βρέθηκε, καθώς και τα σχόλια που εκτυλίχτηκαν. Πιο συγκεκριμένα, η ίδια περπατούσε στον δρόμο και πέρασε δίπλα από μία γυναίκα, η οποία σαφώς και διαπληκτιζόταν στο κινητό της με κάποιον. Φώναζε προφανώς και αυτή η συμπεριφορά στάθηκε αφορμή για κάποιον “κύριο” να σχολιάσει ότι αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο “τις σκοτώνουν” και ότι δεν φταίνε γι’ αυτό. Η Ελένη Ράντου ένιωσε αηδιασμένη από αυτή την αντίδραση, καθώς και από τα ελαφρά γέλια των περαστικών. Αναρωτήθηκε λοιπόν μήπως όλες αυτές οι στιγμές βίας που λαμβάνουν χώρα καθημερινά αποτελούν καθημερινούς ανεπαίσθητους βιασμούς κατά των γυναικών.
Αναλυτικά η ανάρτηση της Ελένης Ράντου
“Σήμερα, περπατώντας στο δρόμο, ακούω μία κυρία να διαπληκτίζεται έντονα στο τηλέφωνο. Ένας τύπος την ακούει περνώντας και μονολογεί: “Σκάσε κυρά μου. Φταίμε εμείς μετά που σας σκοτώνουμε;”. Κάποιοι περαστικοί γέλασαν. Το βρήκαν αστείο! Συνέχισα κι εγώ το δρόμο μου, σκεπτόμενη σχετικά με όλη αυτή την έκρηξη βίας εναντίον γυναικών, ότι μέχρι να φτάσουμε στο φόνο, στον εκβιασμό ή στην έκνομη πράξη, έχουν προηγηθεί χιλιάδες μικροί ανεπαίσθητοι βιασμοί για την καθεμία, χιλιάδες σεξιστικές συμπεριφορές, που όχι μόνο δεν τιμωρούνται, αλλα επιβραβεύονται. Πολλές φορές κι από τις ίδιες τις γυναίκες. Αυτές οι μικρές καθημερινές στιγμές βίας, που έχουν μέσα τους βαθιά υποτίμηση και τεράστιο φόβο μη χαθεί ο έλεγχος από τα αντρικά χέρια. Ο κύριος στο δρόμο μπορεί να μην έκανε φόνο, βιασμό, εκβιασμό, αλλά μου έφερε την ίδια αποκρουστική αίσθηση.”
Αξίζει κάποιος να αναλογιστεί τις σκέψεις που βασανίζουν την ηθοποιό, μιας και όντως το φαινόμενο της βίας κατά των γυναικών τείνει να πάρει εφιαλτικές διαστάσεις. Δεν είναι λίγα τα περιστατικά, ενώ σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να λογιστεί ως χιούμορ μια τέτοια μισογυνιστική συμπεριφορά. Ακόμα και αν κάποιος είναι ενοχλητικός μέσα από τις φωνές ή τον τόνο της φωνής, δεν υπάρχει καμία δικαιολογία για αιτιολόγηση και συσχέτιση (έστω και ως μέσο χαριτωμένου ευφυολογήματος) ενός φόνου ή μιας πράξης βίας.