Σύμφωνα με τους ερευνητές, η μελέτη αυτή έγινε γιατί υπήρχε η υποψία ότι τελικά ο τρόπος που οι ασθενείς, οι οποίοι έχουν υποβληθεί σε χειρουργική αποκατάσταση του πρόσθιου χιαστού, κινούν τα άκρα τους ευθύνεται για τη μετεγχειρητική πορεία τους.
Παρά την εξέλιξη των χειρουργικών μεθόδων, έχει διαπιστωθεί ότι ένα ποσοστό χειρουργημένων ασθενών εμφανίζουν οστεοαρθρίτιδα στο γόνατο εντός μιας δεκαετίας μετά από την χειρουργική αποκατάσταση του πρόσθιου χιαστού. Ενώ, σύμφωνα με τα στοιχεία οι μισοί περίπου αντιμετωπίζουν λειτουργικά προβλήματα στην άρθρωση.
Οι επιστήμονες από τα δύο πανεπιστήμια υπέθεσαν αρχικώς, ότι η αιτία είναι είτε η ίδια η πρόκληση χρόνιας φλεγμονής λόγω της αρθρικής βλάβης με αποτέλεσμα αλλαγές του ιστού, είτε ο διαφορετικός τρόπος φόρτισης του τραυματισμένου ποδιού μετεγχειρητικά, ο οποίος σε βάθος χρόνου προκαλεί βλάβη στον χόνδρο.
Για το λόγο αυτό διεξήγαγαν μελέτη για την παρακολούθηση της βιομηχανικής της βάδισης σε άτομα που είχαν υποβληθεί σε αποκατάσταση χιαστού από 6 μήνες έως 13 χρόνια πριν τη μελέτη. Αφού συγκέντρωσαν δεδομένα που περιέγραφαν τις δυνάμεις αντίδρασης εδάφους στο τραυματισμένο πόδι κατά τη διάρκεια του περπατήματος, κατηγοριοποίησαν τους ασθενείς σε ασυμπτωματικούς και σε συμπτωματικούς και στη συνέχεια τους ζήτησαν να περπατήσουν με σταθερή ταχύτητα (δικής τους επιλογής), ξυπόλητοι πάνω σε ένα ενσωματωμένο σε διάδρομο δυναμοδάπεδο σε τρεις χρονικές στιγμές: πριν συμπληρώσουν 12 μήνες από τη χειρουργική επέμβαση, στο διάστημα μεταξύ 12 και 24 μηνών και αφού είχαν περάσει 24 μήνες από την εγχείρηση. Οι συμμετέχοντες ήταν εξοπλισμένοι με ανακλαστικούς δείκτες (retroreflective markers) στα πόδια τους και οι ερευνητές χρησιμοποίησαν ένα σύστημα λήψης 3D κίνησης με 10 κάμερες για να παρακολουθήσουν τις θέσεις των δεικτών.
Τα αποτελέσματα της μελέτης έδειξαν σαφώς, ότι οι ασθενείς που παρουσίαζαν συμπτώματα μετά την επέμβαση είτε υπερφόρτιζαν είτε είχαν ανεπαρκή μηχανική φόρτιση στο τραυματισμένο πόδι κατά 4 – 5% περισσότερο από αυτή της ασυμπτωματικής ομάδας.
Όπως ανάφεραν οι ερευνητές, μπορεί το ποσοστό αυτό να φαίνεται μικρό, όμως, η χρονίως επαναλαμβανόμενη διαφορά στη φόρτιση, μπορεί να εξηγήσει γιατί είναι πιθανό να αναπτύξει ο πάσχοντας μια προοδευτική και χρόνια ασθένεια όπως η μετατραυματική οστεοαρθρίτιδα, η οποία προκαλεί πόνο, σταδιακή εκφύλιση και τελικά δυσκολία στη λειτουργία της άρθρωσης. Τα ευρήματα υποστηρίζουν επίσης ότι η σχέση επηρεάζεται θετικά από τον μετεγχειρητικό χρόνο.
Οι ερευνητές συμβουλεύουν τους ασθενείς, όταν δουν κάποια δυσλειτουργία της άρθρωσης πολλά χρόνια μετά τη χειρουργική αποκατάσταση χιαστού, πρέπει να πάνε για έλεγχο και αποκατάσταση της μηχανικής της κίνησης, μέσω φυσικοθεραπειών και ασκήσεων ενδυνάμωσης, προκειμένου να ελαχιστοποιηθεί η πιθανότητα εμφάνισης οστεοαρθρίτιδας.
Εξηγώντας μας τι μπορεί να συμβεί στον πρόσθιο χιαστό ο χειρουργός ορθοπαιδικός Δρ. Βασίλειος Σακελλαρίου επισημαίνει ότι μπορεί να υποστεί μερική ή ολική ρήξη. Στην πρώτη περίπτωση η αρχική θεραπεία είναι συντηρητική και αναλόγως της πορείας αποφασίζεται η ανάγκη για χειρουργική αντιμετώπιση. Όταν όμως η ρήξη είναι ολική, τότε η αποκατάσταση μπορεί να γίνει μόνο με την υποβολή του ασθενή σε χειρουργείο.
Η αντιμετώπισή της γίνεται με τη μέθοδο της αρθροσκόπησης και ταυτόχρονη συνδεσμοπλαστική ενώ, η πιο σύγχρονη προσέγγιση στη συνδεσμοπλαστική είναι η τεχνική All Inside, η οποία έχει αναπτυχθεί τα τελευταία χρόνια με εντυπωσιακά μετεγχειρητικά αποτελέσματα, ιδιαίτερα για τις υψηλές απαιτήσεις των επαγγελματιών του αθλητισμού.