Γενικές Ειδήσεις

Αιμίλιος Λιάτσος: Έφυγε από τη ζωή ο αδερφός του Σπύρος

Αιμίλιος Λιάτσος: Έφυγε από τη ζωή ο αδερφός του Σπύρος
Αιμίλιος Λιάτσος: Ο αδερφός του Σπύρος Λιάτσος έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 71 ετών.

Your browser does not support the video tag. https://grx-obj.adman.gr/grx/creatives/sanofi/20876/better-understanding-insulin.mp4

Δύσκολες ώρες για τον δημοσιογράφο Αιμίλιο Λιάτσο και την οικογένειά του, μετά την απώλεια του αδερφού του, Σπύρου που στα νεανικά του χρόνια είχε επίσης περάσει από τον χώρο της δημοσιογραφίας, ενώ έκανε καριέρα ως πιλότος.


Ο Σπύρος Λιάτσος έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 71 ετών.

Ποιος ήταν ο Σπύρος Λιάτσος

Ο Σπύρος Λιάτσος ήταν πατέρας τριών παιδιών, πιλότος της Ολυμπιακής Αεροπορίας και στα νιάτα του δημοσιογράφος με θητεία στις εφημερίδες «Μεσημβρινή», «Τα Νέα», «Το Βήμα» και «Έθνος», ενώ είχε πάρει μέρος και σε τηλεοπτικές σειρές.

Το αποχαιρετιστήριο μήνυμα του παιδικού του φίλου Νίκου Μπαζάνη

Ο παιδικός του φίλος Νίκος Μπαζάνης, πολιτικός μηχανικός από τη Λάρισα, του εύχεται «καλές πτήσεις στον παράδεισο» και τον αποχαιρετά με ένα κείμενο-απόσπασμα από το βιβλίο του «Εισβολή στον παράδεισο», με ήρωα το Σπύρο Λιάτσο:

«Ο Σπύρος γεννήθηκε πιλότος. Πάντα του ένοιωθε πως αυτός ήταν ο μοναδικός λόγος που ήρθε σ’ αυτή τη ζωή.  Από την πρώτη στιγμή που άνοιξε τα μάτια του, μέχρι που πέρασε στην Ικάρων, το βλέμμα του κάρφωνε τον ουρανό κι η φαντασία του περιδιάβαινε στο άπειρο.

Ο Σπύρος είναι ένα ζηλευτό κράμα δυναμισμού κι ευαισθησίας. Συναισθηματικός, έξυπνος, ανθρωπιστής, κοινωνικός, με εξαιρετική αίσθηση του χιούμορ και απίστευτη προσωπική γοητεία. Η βαθιά φωνή του, όταν για ένα φεγγάρι έκανε τον εκφωνητή στον Ελληνικό ραδιόφωνο του Τορόντο, είχε ξετρελλάνει κάθε θηλυκό. Ακόμη κι η φοβερή του επιπολαιότητά είναι αφοπλιστική, σαν αντικρίζεις το παιδί που κρύβει μέσα του.

Είναι αδύνατο να θυμώσει κάποιος με τον Σπύρο.

Έχει ήδη μεσημεριάσει κι αυτός ξαπλωμένος στην ξύλινη σεζλόνγκ του,  απολαμβάνει τον ίσκιο της τεράστιας σκαμνιάς και χαζεύει τ’ αεροπλάνα να ανεβοκατεβαίνουν στο “Βενιζέλος”. Αυτή την σκαμνιά και την θέα ερωτεύτηκε, με το που πρωτοαντίκρισε αυτή τη μικρή αγροικία στα Σπάτα. Την επόμενη μέρα την αγόρασε:

“Για να μπορώ να πετάω , ακόμα κι όταν δεν θα μπορώ πια να πιλοτάρω” είπε αφοπλιστικά στα φιλαράκια του, που έμειναν μ’ ανοιχτό το στόμα απ’ αυτή την αγορά ξέροντας πως ο Σπύρος ήταν όπου γης και πατρίς.

Βγάζοντας ένα βαθύ αναστεναγμό, αράζει αναπαυτικά στην πολυθρόνα του κι αρχίζει μια ρομαντική περιπλάνηση στα μονοπάτια του  “Veinte poemas de amor y una cancion desesperada” παρέα με τον αγαπημένο του Πάμπλο Νερούδα.  Η μελαγχολία τον πλημμυρίζει. Ποτέ του δεν είχε μιαν αγάπη σαν αυτές που ύμνησε ο Νερούδα. Καμιά του σχέση δεν ξεπέρασε ποτέ την εβδομάδα. Καμιά γυναίκα δεν κέρδισε μια μόνιμη θέση στην καρδιά του.

“Κάτι πάει στραβά με μένα” σκέφτεται και το ξεχνάει αμέσως.

Έχει πάντα την απορία γιατί τον χώρισε η τελευταία του σύντροφος. Της είπε πως κατεβαίνει για τσιγάρα κι έμπλεξε. Συνάντησε ένα φίλο του κυνηγό που πήγαινε για παπιά στον Έβρο και τον συνόδευσε. Κακό είναι; Κι αυτή η άκαρδη θύμωσε που δεν την ενημέρωσε. Γιατί;  Αφού μετά από τρεις μέρες επέστρεψε σώος και αβλαβής και της έφερε και παπιά. Περίεργες που είναι καμιά φορά οι γυναίκες φίλε μου.

Αρπάζει την αγαπημένη του μελόντικα. Την φέρνει  νωχελικά στα χείλη του και μια γλυκιά μελωδία ξεχύνεται,  σιγοντάροντας τη ρομαντική του περιπλάνηση στους στίχους. Είναι η στιγμή που ο  Σπύρος συνδιαλέγεται με τον εαυτό του.

Ο οξύς ήχος της υπενθύμισης του κινητού τον επαναφέρει βίαια στην καθημερινότητα.

“Όχι ρε φίλε, πάλι καθυστερημένος θα φτάσω και θα μου σούρουν τα εξ αμάξης τα ρεμάλια” μονολογεί.

Λίγη ώρα αργότερα, ευτυχισμένος, πιλοτάρει το “Ζουζούνι” του, με κατεύθυνση την Μηλίνα. Το “Ζουζούνι” είναι ένα μικρό υδροπλάνο, λευκό με δυο φαρδιές γαλάζιες οριζόντιες ρίγες και πορτοκαλί πλωτήρες. Είναι το alter ego του.

Πετάει ξυστά πάνω από τον Βόρειο Ευβοϊκό μαστιγώνοντας στο πέρασμά του τα κύματα. Δυο έρμοι  ψαράδες, που έχουν την ατυχία να βρεθούν στο διάβα του,  βουτάνε  τρομαγμένοι  στον πάτο της βάρκας τους για να γλυτώσουν απ’ τον παλαβό.

“Σας ταρακούνησα λιγάκι έτσι δεν είναι ρε μάγκες;  Έτσι για να είστε το βράδυ πιο ντούροι με τα κορίτσια σας” ουρλιάζει ξαναπερνώντας και κουνώντας τα φτερά του σε χαιρετισμό. Είναι βλέπεις κι ευγενικός.

Οι βρισιές και οι μούντζες  των εξαγριωμένων ψαράδων τον ακολουθούν μέχρι που χάνεται στα στενά του Αρτεμισίου».