Γράφει για το Healthweb η Αγγελική Κατσάπη
Δεδομένα Δημόσιας Υγείας στην Ευρώπη: Εμείς και οι Άλλοι.. Τα ελλειμματικά δεδομένα και η απουσία τεκμηρίωσης των πολιτικών υγείας στην Ελλάδα.
Το ευρωπαϊκό παράρτημα του ΟΟΣΑ σε συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Ένωση δημοσίευσαν πρόσφατα το πόρισμά τους αναφορικά με τους δείκτες υγείας στα κράτη- μέλη στο πλαίσιο της μελέτης 2018 Health with a Glance: ‘’Η Ευρώπη σηματοδοτεί την έναρξη μιας νέας Πολιτικής Υγείας στις χώρες μέλη’’. Βασικό συμπέρασμα των στοιχείων συνιστά η ανάγκη ανάπτυξης περισσότερο αποτελεσματικών συστημάτων υγείας με επίκεντρο τον ασθενή, η προτεραιότητα στροφής σε πολιτικές πρόληψης αλλά και περίθαλψης των χρονίως πασχόντων σε επίπεδο κοινότητας. Ενώ τα συστήματα υγείας έχουν αντικειμενικά επιτύχει αξιοσημείωτη πρόοδο στη θεραπεία απειλητικών για τη ζωή ασθενειών, όπως τα καρδιαγγειακά νοσήματα, τα αγγειακά εγκεφαλικά και πολλές μορφές καρκίνου, εξακολουθούν να υφίστανται σημαντικές διαφορές στα ποσοστά επιβίωσης όχι μόνο μεταξύ των χωρών αλλά κυρίως μεταξύ των νοσοκομείων και των παρόχων υγειονομικής περίθαλψης σε κάθε χώρα.
Στοιχεία που παρατίθενται στη μελέτη, από διάφορες χώρες της ΕΕ, υποδηλώνουν ότι το ένα πέμπτο των δαπανών για την υγεία κατασπαταλάται λόγω ελλειμμάτων και αποτυχιών του συστήματος υγείας που μπορούν να αποφευχθούν. Για παράδειγμα, σημαντικό ποσοστό των επανεισαγωγών στα νοσοκομεία αντανακλούν επιπλοκές και αποτυχίες στη διαχείριση της αρχικής αιτίας εισόδου και οδηγούν σε πάνω από 37 εκατομμύρια ασθενοημέρες κάθε χρόνο σε ολόκληρη την ΕΕ. Μια γρήγορη ματιά στο περιεχόμενο της μελέτης, -η οποία θα έπρεπε να αποτελεί οδηγό για τον σχεδιασμό πολιτικών υγείας σε εθνικό επίπεδο και στη χώρα μας-, μας κάνει να διαπιστώσουμε πως ελάχιστα είναι τα δεδομένα που δημοσιοποιούνται για την Ελλάδα. Στα διαγράμματα που αφορούν τα ποσοστά θνησιμότητας από οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου ή ισχαιμικά εγκεφαλικά απουσιάζουν παντελώς στοιχεία για την ελληνική επικράτεια όπως επίσης, σε δείκτες που συνδέονται με την ανταποκρισιμότητα των υπηρεσιών όπως οι χρόνοι αναμονής για ειδικές επεμβάσεις ή το επίπεδο συμμετοχής των ασθενών σε διαδικασίες λήψης αποφάσεων αναφορικά με τη φροντίδα τους.
Το βασικό ερώτημα που γεννάται είναι ποιος επίσημος μηχανισμός άντλησης και γνωστοποίησης στοιχείων αξιοποιείται από πλευράς Υπουργείου Υγείας και συναρμόδιων φορέων για την έκδοση των σοβαρών αυτών αναφορών που έχουν να κάνουν με τους δείκτες αποτελεσματικότητας των υπηρεσιών υγείας, ποιους παρόχους αφορούν και πώς συλλέγχονται τα στοιχεία τόσο από το δημόσιο όσο και από τον ιδιωτικό τομέα ώστε να είναι εγγυημένη η αντικειμένικότητα και η ακρίβειά τους. Αναφορικά με τις νοσοκομειακές λοιμώξεις (ή όπως αναφέρονται στη σύγχρονη επίσημη ορολογία ιατρογενείς λοιμώξεις) οι προσβαλόμενοι ασθενείς στις χώρες της ΕΕ για την περίοδο 2016-2017, για τις ειδικότητες της γενικής ιατρικής, καρδιολογίας, ογκολογίας, νευρολογίας, αντιπροσωπεύουν το 40% του νοσηλευόμενου πληθυσμού, ενώ στους ασθενείς χειρουργικής ειδικότητας αντιπροσωπεύουν το 33% των περιπτώσεων.
Ειδικότερα για την Ελλάδα, το ποσοστό των ασθενών που εμφανίζουν τουλάχιστο έναν τύπο ενδονοσοκομειακής λοίμωξης ανέρχεται στο διπλάσιο του Ευρωπαϊκού μέσου όρου, χωρίς, φυσικά, να μπορεί να διακριβωθεί η αξιοπιστία των δεικτών για τη συγκεκριμένη επίδοση. Από την άλλη πλευρά, απουσιάζουν παντελώς επίσημα στοιχεία αναφορικά με την απόδειξη ή τον έλεγχο συμμόρφωσης των παρόχων στους κανονισμούς πρόληψης και ελέγχου λοιμώξεων και η ενσωμάτωση κατευθυντήριων οδηγιών των ευρωπαϊκών και παγκόσμιων οργανισμών σε σχέση με την πολυανθεκτικότητα και την παρακολούθηση των λοιμώξεων. Το προφίλ της δημόσιας υγείας και το επίπεδο των σχετικών επιδημιολογικών δεικτών μιας χώρας αποτελούν δείκτη επισφάλειας, γεγονός που επηρεάζει σαφώς την εμπιστοσύνη και την αξιοπιστία της χώρας και κατ’ επέκταση διάφορους κλάδους που έχουν να κάνουν με την εξωστρέφεια, όπως ο Τουρισμός και οι ειδικές μορφές του (Τουρισμός Υγείας, Ασημένιος Τουρισμός ή Τουρισμός Τρίτης Ηλικίας).
Η υγειονομική περίθαλψη μέσα από κεντρικές παρεμβάσεις ωφείλει να τοποθετεί τον ασθενή και την αποτελεσματικότητα των παρεμβάσεων στο επίκεντρο του σχεδιασμού ούτως ώστε να προσαρμόζεται στο διαρκώς μεταβαλόμενο περιβάλλον των διατιθέμενων πόρων, των θεραπευτικών προσεγγίσεων και των επιδημιολογικών δεδομένων. Οι πολιτικές οικονομικών της υγείας δεν μπορεί να εξαντλούνται στα clawback και στον έλεγχο των τιμών των φαρμάκων. Οι λύσεις εξακολουθούν να βρίσκονται αλλού.