Μία σύμπραξη που αυτή την στιγμή είναι τελείως ανοιχτή, δίχως το δημόσιο να έχει ορίσει κανόνες και προϋποθέσεις για την λειτουργία της, αλλά ούτε και τους στόχους που θέλει να πετύχει. Στις προθέσεις της κυβέρνησης είναι να προσπαθήσει να βάλει τάξη, και να διορθώσει την εξωνοσοκομειακή αγορά των υπηρεσιών υγείας, που όπως αποδεικνύεται από τα γεγονότα και τα στοιχεία δεν λειτουργεί πάντα προς όφελος των ασθενών.
Οι ασθενείς και οι πολίτες δεν λαμβάνουν πάντοτε τις υπηρεσίες υγείας που τους αξίζουν, ενώ υπάρχει μεγάλη κατασπατάληση πόρων. Σίγουρα, οι προθέσεις της κυβέρνησης για την πρωτοβάθμια φροντίδα, -που δεν τις έχει ξεκαθαρίσει ακόμη- θα πρέπει να στοχεύουν στην ευημερία των πολιτών, πράγμα που σημαίνει την μείωση της συχνότητας εμφάνισης των χρόνιων νοσημάτων, (πρόληψη), αλλά και στην βελτίωση της ποιότητας ζωής των πασχόντων από τα χρόνια νοσήματα, παρέχοντας υψηλού επιπέδου, ολοκληρωμένες και αποδοτικές υπηρεσίες υγείας. (που έχουν να κάνουν με την ασφάλεια των ασθενών, τις σωστές και γρήγορες διαγνώσεις, τις κατάλληλες θεραπείες, την μη πρόοδο στην νόσο, την μείωση των εισαγωγών και των επιπλοκών, και τέλος την φροντίδα αποκατάστασης).
- Το ζήτημα που ανακύπτει είναι αν η εκπλήρωση των προθέσεων μπορεί να επιτευχθεί από μια προσπάθεια διόρθωσης της σημερινής αγοράς ή για να επιτευχθούν, απαραίτητη προϋπόθεση είναι η δημιουργία μιας νέας αγοράς στην εξωνοσοκομειακή φροντίδα.
- Είναι δεδομένο ότι μικρές αποσπασματικές αλλαγές σε ένα πολύπλοκο σύστημα (όπως οι υπηρεσίες υγείας) είναι η συνταγή αποτυχίας. Το βιώνουμε με τον ΕΟΠΥΥ, που ενώ έπρεπε να εξελιχθεί σε μία εμβληματική μεταρρύθμιση, δυστυχώς ούτε την ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών βελτίωσε, ούτε την σπατάλη περιόρισε, ούτε το κόστος μείωσε. Τελικά αύξησε τις δαπάνες υγείας. Διότι ήταν αδύνατο να πετύχει με την υπάρχουσα δομή, την στελέχωση, την κουλτούρα, και την λειτουργία του.
Είναι γεγονός ότι οι κυβερνήσεις διστάζουν να εφαρμόσουν ριζοσπαστικές αλλαγές, διότι δεν θέλουν να αναλάβουν ρίσκα, και φοβούνται την αβεβαιότητα και τις αντιδράσεις του status-quo. Επειδή δεν προχωρούν στις αλλαγές, δεν επενδύουν και στους δημόσιους οργανισμούς, δηλαδή στην ανάπτυξη του προσωπικού σε νέες δεξιότητες και ικανότητες, ώστε να αποκτήσουν ηγεσίες με προσόντα στρατηγικού management, πρόβλεψης και αποδοτικής λειτουργίας. Δεν προωθούν ανοικτά συστήματα που είναι ευαίσθητα στις αλλαγές και στην προσαρμοστικότητα και που αξιοποιούν το θετικό feedback. Η αντίληψη των κυβερνήσεων είναι να διατηρήσουν το status-quo, να ελέγχουν τους οργανισμούς, να διορθώσουν κάπως τα προβλήματα, όχι να πετύχουν σπουδαία αποτελέσματα.
- Είναι έτοιμη η κυβέρνηση να αναλάβει το ρίσκο της σύμπραξης του δημοσίου με τον ιδιωτικό τομέα, δίχως να έχει επεξεργασμένες ακόμη πολιτικές, μακροχρόνιο σχεδιασμό, και τις αναγκαίες υποδομές; Υποδομές που βασίζονται κυρίως στο κατάλληλο ανθρώπινο δυναμικό και προπάντων στην ικανή διοικητική, όχι μόνο πολιτική, ηγεσία και ηγετική ομάδα; Έχει λάβει υπόψιν της το πολιτικό και οικονομικό ρίσκο, και πάνω από όλα την δυσαρέσκεια των πολιτών από την μη εκπλήρωση των προσδοκιών τους για καλύτερη υγεία;
- Είναι έτοιμη η κυβέρνηση να αλλάξει τους κανόνες λειτουργίας ώστε να ευνοούν μία συμβιωτική σχέση (με την βιολογική έννοια του όρου) μεταξύ του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, που η συνεργασία τους οδηγεί σε συνδημιουργία αξίας, και ανάπτυξης και για τους δύο, προς όφελος των πολιτών; Ανάπτυξη που θα μετριέται από τον ρυθμό με τον οποίο -νέες- λύσεις σε προβλήματα υγείας γίνονται διαθέσιμες, μεταδίδονται και εφαρμόζονται;
- Ή θα εξακολουθήσει η παρασιτική σχέση των δύο, όπου καταστρέφεται αξία, εις βάρος των πολιτών; Παρασιτική σχέση όπου το δημόσιο στρεβλώνει τον υγιή ανταγωνισμό, λειτουργώντας δίχως ρίσκο, με εξασφαλισμένη την χρηματοδότηση των δημόσιων παρόχων, ενώ οι αποζημιώσεις των υπηρεσιών προς τον ιδιωτικό τομέα είναι εκτός πραγματικότητας, και βέβαια δίχως να ενδιαφέρεται για το κόστος και την ποιότητα των υπηρεσιών. Ο δε ιδιωτικός τομέας λειτουργεί μεν με ρίσκο, αλλά δίχως έλεγχο, (όπως και ο δημόσιος) όσο αφορά την ποιότητα, την ποσότητα, την έκβαση των υπηρεσιών και βέβαια των ιδιωτικών αμοιβών. Το δε δημόσιο αποζημιώνει το ίδιο και τους καλούς και τους κακούς παρόχους.
Είναι -σχεδόν- γενικά αποδεκτό ότι κανένας δεν μπορεί να φαντασθεί ένα σύστημα υγείας που να υπακούει μόνο στους κανόνες της αγοράς, αλλά ούτε μπορεί να φαντασθεί ένα σύστημα στο οποίο δεν συμμετέχει η αγορά. Το ζήτημα δεν είναι κράτος (δημόσιο) εναντίον της αγοράς (ιδιωτικός τομέας: μόνο συμπληρωματικό ρόλο, και συρρίκνωση), αλλά με ποιον τρόπο θα συνεργαστεί το δημόσιο με τον ιδιωτικό τομέα, με στόχο η αγορά να λειτουργεί καλύτερα προς όφελος των πολιτών. Είναι σίγουρο ότι ο μηχανισμός της αγοράς δεν είναι και ο ποιο αποδοτικός στην κατανομή των πόρων, αλλά σίγουρο είναι ότι είναι ο ποιο αποτελεσματικός μηχανισμός για την ανάπτυξη νέων και καλύτερων λύσεων στα προβλήματα υγείας.
Είναι ευθύνη της κυβέρνησης να διορθώσει την λειτουργία της αγοράς και να παρεμβαίνει με ρυθμίσεις όταν διαπιστώνει ότι η αγορά δεν υπηρετεί τις ανάγκες των πολιτών. Οι ρυθμίσεις πρέπει να είναι δίκαιες, – οι παραβάτες να τιμωρούνται παραδειγματικά- να ισχύουν για όλες τις μονάδες και ομάδες, ώστε να ενισχύουν την εμπιστοσύνη μεταξύ τους, πράγμα που ενισχύει την συνεργασία, την καινοτομία και την διάχυση της γνώσης. Αν ο δημόσιος τομέας και ο ιδιωτικός δεν αντιλαμβάνονται ότι είναι μέρος του προβλήματος, δεν μπορεί να γίνουν μέρος της λύσης. Ο βασικός ανταγωνιστής του ΕΣΥ -και η απειλή- δεν είναι ο ιδιωτικός τομέας, αλλά η αγορά, δηλαδή οι ελεύθερες επιλογές των πολιτών. Ο ανταγωνισμός τους δεν θα είναι μεταξύ των υπηρεσιών που προσφέρουν, αλλά μεταξύ των business models που θα δημιουργούν αξία για τους πολίτες και θετικές εμπειρίες. (πχ το πως θα αντιμετωπίζουν έναν διαβητικό ασθενή- τι υπηρεσίες θα προσφέρουν, με ποιον τρόπο, τι εμπειρίες βιώνουν οι πολίτες) Οι σχέσεις τους πρέπει να καθορίζονται περισσότερο από ένα δίκαιο κοινωνικό συμβόλαιο και όχι από μία απλή εμπορική συμφωνία (σύμβαση).
Η δημιουργία της νέας αγοράς
Η κυβέρνηση θα πρέπει να εξηγήσει ποιος είναι ο σκοπός των μεταρρυθμίσεων, που πρέπει να είναι κοινός και για τον δημόσιο και για τον ιδιωτικό τομέα. Δίχως την αίσθηση του σκοπού ούτε ο δημόσιος, ούτε ο ιδιωτικός τομέας θα πετύχουν το μέγιστο δυνατό. Ο σκοπός καθορίζει και το όραμα και καθοδηγεί το δημόσιο και ιδιωτικό τομέα στην συνδημιουργία αξίας. Από μόνη της και όσο φιλόδοξη και αν είναι η κυβέρνηση και ο δημόσιος τομέας δεν μπορούν να πετύχουν εάν δεν αποκτήσουν περισσότερο παραγωγικές σχέσεις με τον ιδιωτικό τομέα. Ιδιωτικό τομέα που όμως ασπάζεται τον σκοπό και το όραμα της κυβέρνησης.
- Η κυβέρνηση θα πρέπει άμεσα να εκπονήσει το όραμα της, δηλαδή να διακηρύξει τι θέλει να πετύχει, εντός συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος, και με ποιο τρόπο θα μετρήσει αν πέτυχε τον στόχο ή όχι. Η έλλειψη οράματος δημιουργεί πολλά προβλήματα, αλλά το λάθος όραμα είναι η σίγουρη αιτία της αποτυχίας. Ο σοσιαλιστικός μετασχηματισμός των υπηρεσιών υγείας είναι ένα τέτοιο παράδειγμα λανθασμένου οράματος.
Η εκπλήρωση του οράματος χρειάζεται την συμμετοχή και την στήριξη της κοινωνίας. Ενός οράματος που θα δημιουργήσει ένα επιθυμητό μέλλον για τους πολίτες, όσο αφορά την βελτίωση της υγείας τους και την αύξηση της ευημερίας τους. Ένα μέλλον που θα το δημιουργήσει η συμβίωση του δημοσίου με τον ιδιωτικό τομέα, με τον υγιή ανταγωνισμό, αλλά και την συνεργασία, και τις αλληλοεπιδράσεις τους, μοιράζοντας τα ρίσκα και τις αμοιβές για την λύση των προβλημάτων υγείας. Η αποτυχία στο να δημιουργηθεί το επιθυμητό μέλλον στην πρωτοβάθμια φροντίδα δεν θα οφείλεται στο γεγονός ότι κανείς δεν το προέβλεψε, αλλά στο ότι δεν το οραματίστηκε.
- Η ευημερία των πολιτών, η βελτίωση της υγείας τους και η εξάλειψη των ανισοτήτων θα προέλθει από την ανάπτυξη της αγοράς των υπηρεσιών υγείας. Αγοράς στην οποία ο ανταγωνισμός θα είναι μεταξύ ομάδων, που αποτελούνται από άτομα που συνεργάζονται, -υψηλών προσόντων, και διαφορετικών ειδικοτήτων-, για να πετύχουν την ευημερία και την βελτίωση της υγείας των πολιτών. Οι αγορές δημιουργούν κίνητρα για συνεργασίες, επιτρέπουν τον πειραματισμό για την ανακάλυψη νέων λύσεων και υπηρεσιών στα προβλήματα υγείας.
Η ατομική άσκηση της ιατρικής θεωρείται ότι αποτελεί πηγή αναποτελεσματικότητας για το σύστημα υγείας, ιδιαίτερα όταν έχει να αντιμετωπίσει πολύπλοκες καταστάσεις, όπως τα χρόνια νοσήματα. Δυσκολεύει την συνεργασία, την διάχυση της γνώσης, και της καινοτομίας, εμποδίζει την παροχή υψηλής ποιότητας υπηρεσιών και δημιουργεί πολλές φορές αρνητικές εμπειρίες στους ασθενείς. Αντίθετα οι ομάδες ευνοούν την συνεργασία, μεταξύ των μελών, παρέχουν ολοκληρωμένες υπηρεσίες, δημιουργούν κουλτούρα, ηθικούς κανόνες και οργανισμούς που αναπτύσσονται προς όφελος των πολιτών. Εξ άλλου, η επιτυχής αντιμετώπιση πολύπλοκων καταστάσεων- όπως είναι τα προβλήματα υγείας- απαιτούν από την φύση τους ομαδική δραστηριότητα και συνεργασία. Η ατομική άσκηση μόνο σε απλά προβλήματα μπορεί να προσφέρει λύση.
- Όσο ποιο πολλές ομάδες, όσο ποιο πολλοί, διαφορετικοί επιστήμονες συνεργάζονται σε ομάδες (που σημαίνει κοινή ηγεσία, οργάνωση, λειτουργία, στόχους και αποζημίωση) για την αντιμετώπιση των πολύπλοκων καταστάσεων υγείας, τόσο αυξάνει ο πλούτος των καινοτομιών και των λύσεων στην αγορά προς όφελος των πολιτών.
Απαραίτητη προϋπόθεση για την δημιουργία του επιθυμητού μέλλοντος στην εξωνοσοκομειακή φροντίδα, είναι και η μεταρρύθμιση στο μοντέλο της αποζημίωσης των υπηρεσιών. Το σημερινό μοντέλο -και αυτό που προτείνεται- του capitation του προσωπικού γιατρού και το fee-for-service του ειδικού γιατρού, είναι ανεπαρκές, δημιουργεί αρνητικά κίνητρα, και εμποδίζουν την βελτίωση της ποιότητας των παρεχομένων υπηρεσιών, αυξάνουν τις σπατάλες και δημιουργούν αρνητικές εμπειρίες στους πολίτες.
Η αποζημίωση των υπηρεσιών θα πρέπει να συνδεθεί με την αξία των παρεχομένων υπηρεσιών. Η αξία δημιουργείται από την αντιμετώπιση του ασθενή σε όλη την διάρκεια της νόσου και όχι σε κάθε μεμονωμένη επίσκεψη. Βασικά θα συνδέεται με την έκβαση της πορείας της νόσου και των εμπειριών του ασθενή. Θα πρέπει η κυβέρνηση, αλλά και ο δημόσιος και ο ιδιωτικός τομέας να συμφωνήσουν και να πειραματισθούν με νέα μοντέλα αποζημίωσης των υπηρεσιών:
- Εφόσον η πρόληψη των χρονίων παθήσεων, και η διατήρηση της υγείας είναι -και σωστά- πρώτη προτεραιότητα για τον προσωπικό γιατρό, το εισόδημα του θα πρέπει να συνδεθεί με τα αποτελέσματα των πολιτών που έχει στην λίστα του. Το εισόδημα του γιατρού θα πρέπει να εξαρτάται από την διατήρηση της υγείας των πολιτών- όπως συνέβαινε στις πόλεις της Αρχαίας Ελλάδας με τους δημόσιους γιατρούς. Αν κάποιος πολίτης αναπτύσσει χρόνιο νόσημα θα αφαιρείται ένα ποσό από το συμφωνημένο εισόδημα του γιατρού.
- Για τους ειδικούς γιατρούς οι αμοιβές τους θα συνδυαστούν με την έκβαση της νόσου και τις εμπειρίες των ασθενών που παρακολουθούν. (είναι πολύ σημαντικό οι ασθενείς να έχουν λόγο στις αποζημιώσεις). Για να είναι βιώσιμο το μοντέλο θα πρέπει να δημιουργηθούν ομάδες ειδικών γιατρών και άλλων επιστημόνων που θα παρακολουθούν μεγάλο αριθμό ασθενών που πάσχουν από την ίδια την ασθένεια (5-10.000- κέντρα χρόνιων παθήσεων).
Τέλος, θα πρέπει να συμφωνηθεί ότι μεγάλο ποσοστό της εξοικονόμησης της σπατάλης που σήμερα υπάρχει (υπολογίζεται στα 3 δις) να μοιράζεται στους παρόχους των υπηρεσιών υγείας, ανάλογα με τους στόχους που θα συμφωνηθούν. Ειδικότερα, πχ αν μία ομάδα κατορθώσει να παρέχει τις προϋπολογισμένες και συμφωνημένες υπηρεσίες με χαμηλότερες δαπάνες, δίχως μείωση της ποιότητας, τότε να δικαιούται να καρπωθεί μέρος της εξοικονόμησης. Ένα τέτοιο μοντέλο είχε συμπεριληφθεί από τον γράφοντα στον κανονισμό του νοσοκομείου Παπαγεωργίου το 1996, αλλά δεν έγινε αποδεκτό από τον Υπουργό Υγείας. Το μοντέλο το εισηγήθηκαν ειδικοί στις ΗΠΑ και έγινε τελικά δεκτό στο περίφημο Affordable Care Act, (Obamacare) το 2010.
*Ο Γιώργος Βογιατζής είναι MD, PhD με εξειδίκευση στην διεξαγωγή κλινικών μελετών και στην ανάπτυξη νέων φαρμάκων .