Άποψη

Πρόστιμο Μητσοτάκης: Απόψεις δύο συνταγματολόγων για τη νομιμότητα του μέτρου

Πρόστιμο Μητσοτάκης: Απόψεις δύο συνταγματολόγων για τη νομιμότητα του μέτρου
«Η αναστολή της εργασιακής σχέσης δικαιολογείται από τη μέριμνα του νομοθέτη να αποφευχθεί η επαφή των υγειονομικών που είναι ανεμβολίαστοι με το ευρύ κοινό και οι κίνδυνοι μετάδοσης που προκύπτουν εξαιτίας του λόγου αυτού. Ενώ στην περίπτωση ενός ηλικιωμένου ο οποίος πιθανόν να βρίσκεται απομονωμένος στο σπίτι του, τέτοιοι κίνδυνοι δεν υπάρχουν. Άρα, λοιπόν, είναι τελείως διαφορετικό το ένα μέτρο από το άλλο»

Your browser does not support the video tag. https://grx-obj.adman.gr/grx/creatives/sanofi/20876/better-understanding-insulin.mp4

Πρόστιμο Μητσοτάκης: Δύο κορυφαίοι καθηγητές Συνταγματικού Δικαίου παίρνουν θέση για τη συνταγματικότητα του μέτρου του υποχρεωτικού εμβολιασμού των πολιτών άνω των 60 ετών, που ανακοίνωσε την Τρίτη ο πρωθυπουργός, με την επιβολή μηνιαίου διοικητικού προστίμου ύψους 100 ευρώ για όσους δεν κλείσουν το ραντεβού τους μέχρι τις 16 Ιανουαρίου.


Ο ομότιμος καθηγητής του ΑΠΘ και πρώην υπουργός Εσωτερικών Αντώνης Μανιτάκης θεωρεί πως το μέτρο είναι θεμιτό συνταγματικά και η κύρωση δικαιολογημένη, υπό την προϋπόθεση ότι έχουν εξαντληθεί όλα τα ηπιότερα μέσα πειθούς για όσους δεν έχουν εμβολιαστεί.

Αντίθετα, ο καθηγητής του ίδιου πανεπιστημίου και πρώην ευρωβουλευτής Κώστας Χρυσόγονος υποστηρίζει πως το μέτρο είναι προβληματικό από συνταγματικής άποψης, καθώς μπορεί να θεωρηθεί ότι ισοδυναμεί με έμμεσο καταναγκασμό, και αντιπροτείνει την επιβολή περιορισμού κυκλοφορίας για τους ανεμβολίαστους.

Μανιτάκης: Δεν τίθεται θέμα συνταγματικότητας

Ο Α. Μανιτάκης θεωρεί το μέτρο ως συνταγματικό, αλλά πολιτικά αμφίβολης αποτελεσματικότητας. Αναφέρει πως η κυβέρνηση μπορεί να εφαρμόσει την υποχρεωτικότητα του εμβολιασμού, συνοδευόμενη και από το διοικητικό πρόστιμο σε περίπτωση άρνησης, αν με βάση τα επιδημιολογικά στοιχεία που έχει στη διάθεσή της κρίνει πως με αυτόν τον τρόπο μπορεί να επιτύχει τον επιθυμητό βαθμό ανοσίας στην κοινότητα.

«Αν η κυβέρνηση θεωρεί μετά από εισήγηση των αρμόδιων επιτροπών υγείας ότι επιβάλλεται για την προστασία της δημόσιας υγείας και της ζωής όλων μας και την επίτευξη της ανοσίας να εμβολιαστούν όλοι οι άνω των 60, τότε δεν τίθεται θέμα αντισυνταγματικότητας, όπως έχει σχετικά κρίνει και η νομολογία αλλά και η θεωρία στη χώρα μας και στην Ευρώπη», επισημαίνει και προσθέτει: «Εφόσον έχουν εξαντληθεί όλα τα μέσα πειθούς και ο κίνδυνος για τη ζωή όλων είναι μεγάλος, τότε το μέτρο είναι χωρίς αμφιβολία συνταγματικά θεμιτό».

Σε ό,τι αφορά την οικονομική κύρωση που επιβάλλεται σε όσους δεν εμβολιαστούν, αλλά και το ζήτημα της αποτελεσματικότητας του μέτρου στην πράξη, ο ομότιμος καθηγητής αναφέρει: «Δεν μπορώ να το κρίνω, διότι δεν έχω τα στοιχεία που γνωρίζει η κυβέρνηση. Εφόσον έχουν εξαντληθεί όλα τα μέσα και δεν υπήρχε άλλο ηπιότερο, τότε και η κύρωση της επιβολής χρηματικής ποινής είναι δικαιολογημένη».

Χρυσόγονος: Πάσχει συνταγματικά

«Η επιβολή μηνιαίου διοικητικού προστίμου σε πολίτες που αρνούνται να εμβολιαστούν είναι προβληματική από συνταγματική άποψη, επειδή μπορεί να θεωρηθεί πως ισοδυναμεί με έμμεσο καταναγκασμό, κατά παράβαση του δικαιώματος καθενός να διαθέτει ο ίδιος το σώμα του σύμφωνα με τα Άρθρα 2 Παράγραφος 1 και 5 Παράγραφος 1 του Συντάγματος», σημείωσε από την πλευρά του ο Κώστας Χρυσόγονος.

Κατά τον ίδιο, «το κράτος μπορεί στο πλαίσιο της συνταγματικά επιβεβλημένης μέριμνάς του για τη δημόσια υγεία να προβλέψει περιορισμό των κινήσεων των ανεμβολίαστων, έως ενδεχομένως και στο επίπεδο του lockdown για αυτούς, ακόμα και με ηλικιακά κριτήρια.

Όχι όμως και να τους εξαναγκάσει να εμβολιαστούν με την επιβολή κυρώσεων και μάλιστα με άνιση επίπτωση και σημασία για τον καθένα τους.

Είναι προφανές ότι για όσους έχουν π.χ. εισόδημα 500 ευρώ μηνιαία, τα 100 ευρώ λιγότερα μεταφράζονται σε στέρηση των απαραίτητων μέσων επιβίωσης, ενώ για όσους έχουν 5.000 ευρώ μηνιαίο εισόδημα, τα 100 ευρώ συνιστούν αμελητέα ποσότητα», ανέφερε.

Ο κ. Χρυσόγονος είχε διατυπώσει ενστάσεις και για τη συνταγματικότητα του μέτρου της πλήρους στέρησης του μισθού των ανεμβολίαστων υγειονομικών που τέθηκαν σε αναστολή εργασίας, υποστηρίζοντας πως θα έπρεπε να τους καταβάλλεται ένα ποσό αντίστοιχο με το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα ή με το επίδομα ανεργίας.

Διαχωρίζει, ωστόσο, τις δύο περιπτώσεις:

«Η αναστολή της εργασιακής σχέσης δικαιολογείται από τη μέριμνα του νομοθέτη να αποφευχθεί η επαφή των υγειονομικών που είναι ανεμβολίαστοι με το ευρύ κοινό και οι κίνδυνοι μετάδοσης που προκύπτουν εξαιτίας του λόγου αυτού. Ενώ στην περίπτωση ενός ηλικιωμένου ο οποίος πιθανόν να βρίσκεται απομονωμένος στο σπίτι του, τέτοιοι κίνδυνοι δεν υπάρχουν. Άρα, λοιπόν, είναι τελείως διαφορετικό το ένα μέτρο από το άλλο», διευκρινίζει.