Η ανάγκη οριοθέτησης των προτεραιοτήτων για την κατανομή των πόρων στον τομέα της υγείας γεννιέται από την δεδομένη, για κάθε ευρωπαϊκό ή μη κράτος, έλλειψη πόρων. Καθώς οι ανάγκες των πολιτών είναι δεδομένο οτι υπερβαίνουν τους διαθέσιμους πόρους, πρέπει να τεθούν σε εφαρμογή ορισμένοι μηχανισμοί μικροοικονομικής και μακροοικονομικής ανάλυσης προκειμένου να καταστεί δυνατή η επιλογή μεταξύ εναλλακτικών αναγκών.
Η διαδικασία λοιπόν του καθορισμού προτεραιοτήτων περιορίζεται σε δύο αρχές, το κόστος ευκαιριών και την οριακή ανάλυση. Δεδομένης της έλλειψης οικονομικών πόρων στην χώρα μας, σκοπός είναι να κάνουμε στοχευμένες επιλογές μεταξύ τουλάχιστον δύο ή περισσοτέρων υπηρεσιών. Συγκεκριμένα, η έννοια του κόστους ευκαιρίας, αναφέρεται στη θυσία που πρέπει να κάνει το σύστημα, δηλαδή στη μείωση των πόρων στην υπηρεσία X, για παράδειγμα την φυσικοθεραπεία για να είναι σε θέση να αυξήσει τους πόρους της στην υπηρεσία Υ για παράδειγμα τα φάρμακα. Έτσι, εάν η παροχή πόρων επικεντρωθεί συντριπτικά σε μία επιλογή, για παράδειγμα την αύξηση του προϋπολογισμού που θα δαπανηθεί στα φάρμακα σε σχέση με την φυσικοθεραπεία, αυτό σημαίνει ότι η άλλη επιλογή θεραπείας δεν θα λάβει πόρους (μείωση προϋπολογισμού) και κατά συνέπεια κάποιο όφελος θα χαθεί. Αυτό το χαμένο όφελος είναι η ευκαιρία κόστους, από την οποία ο κύριος στόχος σύμφωνα με τον καθορισμό προτεραιοτήτων (τα φάρμακα) θα ωφεληθεί.
Η δεύτερη αρχή της οριακής ανάλυσης είναι το όφελος που αποκτάται από τη χρήση κάθε πρόσθετης μονάδας πόρων που παρέχονται σε μια υπηρεσία. Σε ένα σύστημα υγείας, κάθε επιπλέον «νομισματική μονάδα» πρέπει, ιδανικά, να επενδύει στην υπηρεσία, η οποία θα αποφέρει το μεγαλύτερο όφελος, σε σύγκριση με τη μονάδα που δαπανάται. Αντίθετα, εάν ο καθορισμός του προϋπολογισμού για τις υπηρεσίες υγείας έπρεπε να μειωθεί, τότε σύμφωνα με αυτήν τη θεωρία, το «νόμισμα» πρέπει να αφαιρεθεί από την υπηρεσία με την οποία θα χάσει το λιγότερο όφελος. Σύμφωνα με τα παραπάνω, η αποδοτικότητα κατανομής πόρων επιτυγχάνεται εάν και μόνο εάν, οι λόγοι οριακών παροχών προς το οριακό κόστος είναι ίσοι μεταξύ των εναλλακτικών υπηρεσιών υγείας. Ποιος όμως αποφασίζει και με ποια κριτήριά την χρηματοδότηση της φυσικοθεραπείας σε σχέση με άλλες υπηρεσίες ή τεχνολογίες υγείας. Μπορεί η φυσικοθεραπεία να προσφέρει μεγαλύτερο όφελος ανά κάθε επιπλέον «νομισματική μονάδα» που δαπανάτε; Πρακτικά θα ωφεληθεί το σύστημα αν αυξηθεί ο προϋπολογισμός ή η κάθε επιπρόσθετη νομισματική μονάδα που θα επενδυθεί δεν θα επιφέρει ανάλογα η ακόμα και μεγαλύτερα οφέλη σε σχέση με την χρηματοδότηση άλλων μεθόδων και υπηρεσιών;
Η Ελλάδα σύμφωνα με τα επισημά στατιστικά της ευρωπαϊκής ένωσης κατέχει τον μεγαλύτερο αριθμό ιατρών ανά πληθυσμό κάτοικων. Παράλληλα κατέχει μια από τις υψηλότερες θέσεις στην προσβασιμότητα φαρμάκων από τον γενικό πληθυσμό. Πρακτικά αυτό σημάνει ότι η υγεία ρυθμίζετε ιατροκεντρικά και οι πόροι δαπανώνται επι των πλείστων σε πράξεις που σχετίζονται με την ιατρική όπως οι επεμβάσεις και η συνταγογράφηση φαρμάκων και διαγνωστικών εξετάσεων. Η κατανομή πόρων συνεπώς δεν γίνετε πάντα με τρόπο που να μεγιστοποιεί τα οφέλη, οικονομικά και όχι, ενώ ταυτόχρονα δεν επιτυγχάνεται η αίσθηση της δικαιοσύνης στα μέλη της κοινωνίας αλλά το σύστημα ωθείτε διαρκώς από το μονοπώλιο ενθαρρύνοντας το φαινόμενο της «αποτυχίας της αγοράς».
Τα κράτη μεγαθήρια στην παροχή υγείας όπως η Μεγάλή Βρετάνια διαθέτουν ένα εκτελεστικό δημόσιο όργανο όπως το Εθνικό Ινστιτούτο Υγείας και Αριστείας (NICE) με σκοπό την καθοδήγηση για την κατάλληλη θεραπεία και φροντίδα ατόμων με συγκεκριμένες ασθένειες με γνώμονα την κλινική αποτελεσματικότητα, της ασφάλεια και την σχέσης κόστους / αποτελεσματικότητας της υπηρεσίας, του φαρμάκου ή της ιατρικής πράξης. Στην Ελλάδα εφαρμόζονται φυσιοθεραπευτικές πράξεις οι οποίες μάλιστα αποζημιώνονται από τον γενικό προϋπολογισμό που δεν ελέγχονται για την σχέση κόστους/αποτελεσματικότητας καθώς και έναντι άλλων επιλογών. Ο θεραπευτής μάλιστα δεν ελέγχετε πάντα για την παροχή του από τον δημόσιο ασφαλιστικό φορέα συνεπώς υπάρχει μεγάλη ανομοιογένεια στην ποιότητα των παρόχων. Προκαλεί εντύπωση το γεγονός το δημόσιο ασφαλιστικό ταμείο δεν γνωρίζει συγκεκριμένα ποσοτικά και ποιοτικά χαρακτηριστικά για την αποτελεσματικότητα της φυσικοθεραπείας σε διάφορους πληθυσμούς τόσο ως προς το κλινικό όσο και στο οικονομικό κομμάτι καθώς δεν υπάρχει συλλογή και ανάλυση από ειδικούς δεδομένων με την χρήση, ενδεχόμενος, κάποιας ηλεκτρονικής πλατφόρμας αναφορών. Επιπρόσθετα οι Έλληνες φυσικοθεραπευτές όπως και οι περισσότεροι ευρωπαίοι δεν διδάσκονται βασικά οικονομικά υγείας ώστε να γαλουχηθούν στην «κουλτούρα» του θεραπεύω αποτελεσματικά με την μέγιστη εξοικονόμηση πόρων. Επιβάλετε στην υγεία του σήμερα οι επαγγελματίες να είναι σε θέση να κατανοήσουν την σημασία της κλινικής αποτελεσματικότητας με την μέγιστη οικονομική απόδοση παράγοντας που αποτελεί χρέος για την διαχείριση του ασφαλιστικού κεφαλαίου που φυσικά προέρχεται από την βάση της κοινωνίας.
Μπορούν τελικά να αυξηθούν οι δαπάνες; Ναι! Υπό προϋποθέσεις.
Κατά την άποψή μου ο οικείος επαγγελματικός σύλλογος σε συνεργασία με το υπουργείο υγείας είναι αυτός που πρέπει να αναλάβει δράση διαμορφώνοντας ενημερωτική καμπάνια για την θέση του φυσικοθεραπευτή στην πρόληψη και την αποκατάσταση καθώς και να επενδύσει ερευνητικά κονδύλια σχετικά με τις διάφορες φυσιοθεραπευτικές μεθόδους και την σχέση κλινικής αποτελεσματικότητας και κόστους . Βασική προϋπόθεση είναι όμως η βελτίωση της ποιότητας παροχής υπηρεσιών καθιστώντας την φυσικοθεραπεία ανταγωνιστική έναντι άλλων μεθόδων στην Ελλάδα. Μην ξεχνάμε ότι κάθε φαρμακευτική εταιρεία με σκοπό την μεγιστοποίηση του κέρδους της αλλά και την διατήρηση της θέσης του φαρμάκου στην αγορά, δαπανά μεγάλα κεφάλαια σε μελέτες σχετικά με την κλινική και οικονομική απόδοση του εκάστοτε φαρμάκου.
Επιπρόσθετα, δεδομένου ότι σε εκατοντάδες παθήσεις και κυρίως στις μυοσκελετικές η φυσικοθεραπεία έχει να «ανταγωνιστεί» και άλλες υπηρεσίες ή τεχνολογίες υγείας η ελαστικότητα ζήτησης ως προς την τιμή (λόγος της ζητούμενης παροχής προς την ποσοστιαία μεταβολή της τιμής) είναι αρκετά υψηλή. Χωρίς να επεκταθούμε σε λεπτομέρειες αυτή η σχέση επηρεάζετε σημαντικά στην περίπτωση μας (αν και έμμεσα) από το κατακεφαλιν εισόδημα του κάθε ασφαλισμένου όπου άμεσα επηρεάζει και τις δαπάνες του συστήματος αφού αυτό στηρίζετε, κατά τουλάχιστον 60%, στις ασφαλιστικές εισφορές. Πρακτικά ο φυσικοθεραπευτής κατά ανάγκη δεν είναι σκόπιμο συνεχώς να ζητάει αύξηση του προϋπολογισμού αλλά αύξηση της αποζημίωσης η οποία θα συμπαρασείρει και μάλιστα αναπόφευκτα, για λογούς δημόσιας υγείας και προσβασιμότητας των ασθενών, την αύξηση του προϋπολογισμού. Αυτή η άσκηση πολιτικής θα είναι άκρως αποτελεσματική με την προϋπόθεση όμως ότι τα ποσοτικά χαρακτηριστικά ανάπτυξης του κράτους βελτιώνονται. Μπορεί δίκαια να ζητηθεί η αύξηση του προϋπολογισμού αλλά και της αποζημίωσης ανάλογα με την οικονομική «υγεία» του ταμείου ως αποτέλεσμα της οικονομικής ανάπτυξης αλλά και του κρατικού ταμείου καθώς αυτό συμμετέχει στην υγειά κατά τουλάχιστον 20%. Με απλά λόγια η όποια οικονομική ανάπτυξη του κράτους τα τελευταία χρόνια θα έπρεπε ήδη να επηρεάσει με θετικό πρόσημο τις δαπάνες αλλά και τις αποζημιώσεις στην φυσικοθεραπεία. Αυτή η παράμετρος θα πρέπει να λαμβάνετε υπόψιν κατά ίσους όρους και δίκαια σε όλους τους σχετιζόμενους κλειστούς προϋπολογισμούς λόγο της ελαστικότητας που προαναφερθήκαμε.
Οι οικονομολόγοι υγείας πρέπει και στην Ελλάδα να είναι οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής καθως μπορούν να εφαρμόσουν αυτές τις μεθόδους που προαναφέρθηκαν λαμβάνοντας υπόψη άλλους παράγοντες, όπως η συμμετοχή της κοινότητας τόσο στον προσδιορισμό των αναγκών υγείας όσο και στην αξιολόγηση των προγραμμάτων. Ο ρόλος τους είναι ζωτικής σημασίας για την αποτροπή σημαντικών αποτυχιών της αγοράς που σχετίζονται με την έλλειψη πόρων και τη διαχείριση του διαθέσιμου κεφαλαίου. Τυπικά όμως η Ελλάδα απέκτησε Οργανισμό Αξιολόγησης Ιατρικής Τεχνολογίας (HTA) μόλις το 2018 και μάλιστα δημοσιεύτηκε με ΦΕΚ η σύστασή του οργανισμού. Δυστυχώς όμως η εφαρμογή HTA έχει μείνει προς το παρών στα χαρτιά.