Ύστερα από κυοφορία 18 μηνών και έντονη επικοινωνιακή προβολή του θέματος, το υπουργείο Υγείας έθεσε σε ολιγοήμερη δημόσια διαβούλευση ένα σχέδιο νόμου, αναφερόμενο στην ίδρυση φορέα κεντρικοποίησης των νοσοκομειακών προμηθειών (βιοϊατρική τεχνολογία, αναλώσιμα, υπηρεσίες).
Του Γιώργου Ι. Στάθη
Πρόκειται για ζητήματα εξαιρετικής σημασίας, όχι μόνο λόγω του μεγάλου και συνεχώς αυξανόμενου κόστους διεθνώς, αλλά διότι τις τελευταίες δεκαετίες σπαταλήθηκαν, ως γνωστόν, πολλές δεκάδες δισεκατομμυρίων στο γνωστό «πάρτι» της υγείας, μεταξύ «πιράνχας» και γιατρών κυρίως, χωρίς βέβαια να απουσιάζουν πολιτικά και διοικητικά κομματικά στελέχη.
Η διεθνής εμπειρία
Σε διεθνές επίπεδο, η προμήθεια και διακίνηση ιατροτεχνολογικού εξοπλισμού, υλικού, φαρμάκων και υπηρεσιών έχει αναχθεί σε ειδικό γνωστικό αντικείμενο και επιχειρησιακή δράση. Λειτουργούν εκπαιδευτικά προγράμματα και δίκτυα ειδικών (expert networks) που επεξεργάζονται και εδραιώνουν καλές πρακτικές, πραγματοποιούνται επιστημονικά συνέδρια, υπάρχουν θεσμοθετημένα διεθνή πρότυπα και χάρτες μεθοδολογίας. Η συμφέρουσα αγορά και διακίνηση των νοσοκομειακών προμηθειών του δημοσίου διεκπεραιώνεται από ευέλικτες κρατικές επιχειρήσεις, στελεχωμένες με ανάλογο προσωπικό (αναλυτές αγορών, ειδικούς στα logistics, εμβιομηχανικούς, managers νοσοκομείων, ειδικούς στις διαγωνιστικές διαδικασίες, στον ποιοτικό έλεγχο κ.λπ.).
Η διαφάνεια των δραστηριοτήτων και η αποφυγή της έκνομης συναλλαγής εξασφαλίζονται με συστήματα εσωτερικών και εξωτερικών ελέγχων. Η διοίκηση αυτών των οργανισμών ανατίθεται, ύστερα από δημόσια προκήρυξη και αξιοκρατική επιλογή, σε στελέχη απολύτως υψηλής και συναφούς εξειδίκευσης, πλούσιας και επιτυχούς επαγγελματικής εμπειρίας και αδιαμφισβήτητης ηθικής υπόστασης. Με ανάλογο τρόπο πραγματοποιείται και η στελέχωση των φορέων.
Η βέλτιστη διεθνής πρακτική υποδεικνύει ότι ένας οργανισμός συνολικής διαχείρισης της νοσοκομειακής εφοδιαστικής αλυσίδας, πρέπει να είναι επιχειρησιακά υπεύθυνος τόσο για τη συμφέρουσα προμήθεια και τον ποιοτικό έλεγχο, όσο και για τη διακίνηση και διανομή των εφοδίων. Μεταξύ άλλων, το βρετανικό μοντέλο που λειτουργεί επιτυχώς επί δεκαετίες και συνεχώς βελτιώνεται, θα μπορούσε να χρησιμεύσει ως παράδειγμα. Σ΄ αυτόν τον δρόμο όφειλε να έχει βαδίσει προ πολλού και η Ελλάδα, αλλά δεν το έπραξε.
Το ελληνικό παρελθόν
Από την ίδρυση του ΕΣΥ, οι προμήθειες πραγματοποιούνταν με νοσοκομειακούς διαγωνισμούς που, στη μεγάλη πλειοψηφία τους, ήσαν «στημένοι». Οι φωτογραφικές τεχνικές προδιαγραφές, οι όροι που παρεμπόδιζαν τον ανταγωνισμό, οι κατάλληλα επιλεγμένες επιτροπές και -στην ανάγκη- οι απίθανες «αιτιολογήσεις» των ασύμφορων κατακυρώσεων ήσαν οι μέθοδοι που επέτρεψαν την κατασπατάληση των πόρων υγείας και τον παράνομο πλουτισμό των εμπλεκομένων. Άλλες μέθοδοι ιδιοποίησης του δημοσίου χρήματος είναι η παράκαμψη του νόμου με τις γνωστές «κατατμήσεις» των αγορών, οι απευθείας αναθέσεις, οι κατακυρώσεις «λόγω αποκλειστικότητας» κ.λπ.
Πριν δέκα χρόνια επιχειρήθηκε, με αδόκιμο τρόπο, ο στρατηγικός και επιχειρησιακός σχεδιασμός ενός συστήματος συγκεντροποίησης μόνο των αγορών, με την ίδρυση της Επιτροπής Προμηθειών Υγείας (ΕΠΥ). Η αποτυχία του εγχειρήματος, οι αιτίες της και οι παρενέργειες που προκλήθηκαν είναι γνωστές στους ειδικούς. Τα λίγα θετικά αποτελέσματα υπήρξαν αναντίστοιχα των προσδοκιών.
Το άδηλο (;) μέλλον
Η ανάγκη νομοθετικής και οργανωτικής παρέμβασης στην εφοδιαστική αλυσίδα του ΕΣΥ είναι διαπιστωμένη, επιτακτική και επείγουσα, ιδιαίτερα στις σημερινές οικονομικές συνθήκες. Σ΄ αυτή την ανάγκη φιλοδοξεί ν΄ ανταποκριθεί το σχέδιο νόμου «Ίδρυση της Εθνικής Κεντρικής Αρχής Προμηθειών Υγείας κ.λπ.» (ΕΚΑΠΥ), αλλά δεν το επιτυγχάνει.
Κατ΄ αρχάς, το σχέδιο δεν είναι πρωτογενές, αλλά στηρίζεται στον ιδρυτικό νόμο (3580/2007) της αποτυχούσας ΕΠΥ, συγκεντρώνοντας (σωστά) σε ενιαίο οργανισμό τη συνέχιση συναφών δράσεων, που ήδη «τρέχουν» από διαφορετικούς φορείς.
Ενώ όμως η ΕΚΑΠΥ προορίζεται για την ανάληψη δραστηριοτήτων υψηλής επιστημονικής εξειδίκευσης και οικονομικής κρισιμότητας, της προσδίδεται η νομική μορφή μιας αποστεωμένης δημόσιας υπηρεσίας (νπδδ). Επισημαίνεται σχετικά ότι η έννοια της εθνικής «Αρχής» που χρησιμοποιεί το σχέδιο νόμου, είναι συνυφασμένη με τη διοικητική και λειτουργική ανεξαρτησία, υπό τον έλεγχο της Βουλής και των φορέων καταπολέμησης της διαφθοράς. Από πρακτικής πλευράς, η μόνη κατάλληλη νομική μορφή μιας τέτοιας επιχείρησης κρατικών συμφερόντων είναι η ΔΕΚΟ ή μονομετοχική ΑΕ, κατά το υπόδειγμα ήδη υπαρχόντων φορέων που λειτουργούν σε διάφορους τομείς, περιλαμβανομένου του Τομέα Υγείας.
Το σχέδιο προβλέπει ότι η λειτουργία της ΕΚΑΠΥ θα στηριχθεί στο υπάρχον δημοσιοϋπαλληλικό προσωπικό της ΕΠΥ και σε αποσπάσεις νοσοκομειακών υπαλλήλων. Όμως, είναι πασιφανές ότι, για να υλοποιηθεί «η πραγματική δουλειά» χρειάζονται ειδικοί επιστήμονες και έμπειροι επαγγελματίες και πράγματι, προβλέπεται η πρόσληψή τους με συβάσεις ιδιωτικού δικαίου. Και μόνη αυτή η ρύθμιση υποδεικνύει, ποια πρέπει να είναι η νομική υπόσταση του νέου φορέα.
Τεχνοκρατικά ζητήματα
Σε αυτό το στάδιο, δεν θεωρούνται αναγκαίες οι λεπτομερείς τεχνοκρατικές παρατηρήσεις, διότι το βασικό πρόβλημα του σχεδίου νόμου είναι δομικό και σχετίζεται με την κομματικοποίηση, τη διαπλοκή και την αδιαφάνεια, όπως θα καταδειχθεί στη συνέχεια.
Παραδειγματικά και μόνον όμως, αναφέρεται ότι:
(α) ενώ ο σχεδιασμός αγορών του εφοδιαστικού φορέα θα πρέπει να στηρίζεται ετησίως σε έναν, εκ των προτέρων γνωστό, προϋπολογισμό, δεν διευκρινίζονται καν η πηγή και ο τρόπος χρηματοδότησης των συγκεντρωτικών προμηθειών, αλλά ανατίθεται στην ΕΚΑΠΥ (άρθρο 7) «η εξεύρεση πόρων για την έγκαιρη εξόφληση των συμβατικών υποχρεώσεων».
(β) ενώ υποτίθεται ότι, ένας βασικός λόγος της συγκεντροποίησης των προμηθειών είναι η εξαφάνιση των περιττών υπεραγορών, ουσιαστικά αυτές νομιμοποιούνται και μάλιστα προβλέπεται η τήρηση «Αρχείου Αδρανών Αποθεμάτων».
(γ) Άλλα «συγγνωστά πταίσματα» καθιστούν έκδηλη την προχειρότητα σύνταξης του σχεδίου, αφού γίνεται λόγος για υπουργείο «και Κοινωνικής Αλληλεγγύης» (άρθρο 8) ή συμμετέχουν σε επιτροπές «Γενικοί Διευθυντές» της ΕΚΑΠΥ, που δεν υπάρχουν (άρθρο 11).
Κομματικός έλεγχος
Από σειρά διατάξεων του σχεδίου νόμου προκύπτει ότι κεντρική επιδίωξη είναι ο ασφυκτικός έλεγχος της ΕΚΑΠΥ από την κομματική νομενκλατούρα, που συνωστίζεται γύρω από την εκάστοτε πολιτική ηγεσία του υπουργείου Υγείας. Τόσο η επιλογή της νομικής μορφής και της διοίκησης, όσο και οι διαδικασίες στελέχωσης του φορέα αποδεικνύουν ότι η τελεσφόρα δράση του δεν είναι το ζητούμενο.
Όσον αφορά στη Διοίκηση του νέου φορέα, το σχέδιο νόμου (σε σύγκριση με το καθεστώς της ΕΠΥ) εισάγει μια πιο «λαϊκή» αντίληψη και μιαν απαρέσκεια προς την αριστεία. Έτσι, ο Πρόεδρος δεν απαιτείται πλέον να κατέχει διδακτορικό και μάλιστα συναφές με τις ανάγκες της ΕΚΑΠΥ, ενώ για τα Μέλη επαρκεί πλέον ένα οποιοδήποτε πτυχίο ΑΕΙ (π.χ. φιλολογίας, θεατρικών σπουδών κ.λπ.). Καταργείται επίσης η αναγκαία προϋπόθεση άριστης γνώσης μιας ξένης γλώσσας, κατά προτεραιότητα της αγγλικής (proficiency) και θεωρείται επαρκής η απλώς καλή γνώση (δηλαδή, επιπέδου lower) μιας οποιασδήποτε γλώσσας, ενδεχομένως της βουλγαρικής, ρουμανικής κ.λπ. Τέλος, ο Πρόεδρος και τα Μέλη του Δ.Σ. διορίζονται αυθαιρέτως από τον υπουργό, χωρίς δημόσια πρόσκληση και αξιοκρατική επιλογή, από συλλογικό όργανο αντικειμενικής και αιτιολογημένης κρίσης, αποτελούμενο από ειδικούς στο γνωστικό και επιχειρησιακό αντικείμενο και χωρίς τα διαδικαστικά τερτίπια που χρησιμοποιήθηκαν κατά την επιλογή διοικητών νοσοκομείων.
Όσον αφορά στη στελέχωση του φορέα, το σχέδιο νόμου περιορίζεται ν΄ αναφέρει λεπτομερέστατα όλες τις λειτουργικές δράσεις που θα κληθούν να υλοποιήσουν οι ειδικοί επιστήμονες και επαγγελματίες. Σιωπά όμως για τον αριθμό, τις υποχρεωτικές ειδικότητες, τα προσόντα, τη συναφή προϋπηρεσία, τον τρόπο και τη διαδικασία πρόσληψης, τη μισθολογική και υπηρεσιακή κατάσταση του προσωπικού ιδιωτικού δικαίου. Όλα αυτά θα καθορίζονται μονομερώς και ανεξέλεγκτα, με απόφαση του εκάστοτε υπουργού Υγείας.
Η μοναδική λογική ερμηνεία αυτών των διατάξεων είναι ότι το σχέδιο νόμου έχει προσαρμοστεί στην εξυπηρέτηση πολιτικών σκοπιμοτήτων και στο ποιοτικό επίπεδο του εκάστοτε διαθέσιμου κομματικού προσωπικού, αντί να ανταποκρίνεται στις πραγματικές ανάγκες επωφελούς λειτουργίας μιας κρατικής επιχείρησης, εξαιρετικής κοινωνικής και οικονομικής σημασίας. Αυτή η τακτική, που ακολουθείται από την ίδρυση του ΕΣΥ, είναι ακριβώς αυτή που υποθάλπει –όταν δεν προκαλεί- τη διαπλοκή και την αναποτελεσματικότητα του δημόσιου τομέα.
Περί διαφθοράς
Ιδιαίτερος σχολιασμός απαιτείται για το κρίσιμο θέμα της πάταξης της διαφθοράς και της παρα-οικονομίας. Παρά τις διακηρύξεις του υπουργείου Υγείας, με το σχέδιο νόμου δεν εισάγεται οποιαδήποτε ασφαλιστική δικλείδα. Για παράδειγμα, δεν υπάρχει κάποια θεσμική σύνδεση της ΕΚΑΠΥ με τις αρχές καταπολέμησης της διαφθοράς. Δεν προβλέπονται όργανα και διαδικασίες εσωτερικού και –πολύ περισσότερο- εξωτερικού ελέγχου. Αντιθέτως, καταργούνται ακόμα και προϋπάρχουσες διατάξεις στο νομοθετικό πλαίσιο της ΕΠΥ (άρθρο 1, παρ. 2Α, Ν. 3580/2007), αναφερόμενες στις υποχρεώσεις διαφάνειας της διοίκησης του φορέα.
Διαβάζοντας αυτό το σχέδιο νόμου, μερικοί άνθρωποι πρέπει να είναι καταχαρούμενοι. Υπονοούνται όσοι από τους προμηθευτές προσβλέπουν στην ακώλυτη συνέχιση των παλιών, γνωστών μεθόδων προώθησης των πωλήσεών τους. Τώρα μάλιστα δεν θα χρειάζεται να πείσουν χιλιάδες νοσοκομειακών στελεχών, ανά την επικράτεια. Θα συνεργάζονται πολύ εύκολα (προς το συμφέρον αμφοτέρων) με μια ομάδα τυχάρπαστων και ανεξέλεγκτων κομματικών υπαλλήλων. Αντιθέτως, τα πράγματα θα ήσαν δύσκολα γι αυτούς, αν οι αντισυμβαλλόμενοι για λογαριασμό του κράτους ήσαν κομματικά αδέσμευτοι, θεσμικά ελεγχόμενοι, ειδικευμένοι και καταξιωμένοι λειτουργοί, υποχρεωμένοι προπαντός να προασπίζουν, μαζί με το δημόσιο συμφέρον, και το κύρος της υπογραφής τους.
Συμπέρασμα
Το σχέδιο νόμου για την ίδρυση της ΕΚΑΠΥ πάσχει δομικά και δεν διορθώνεται με διαδικασίες διαβούλευσης κατ΄ άρθρο. Αν αποφασισθεί η προώθησή του, προβλέπεται να οδηγούμαστε πολύ σύντομα σε δεύτερη (όχι εξεταστική, αλλά) προανακριτική επιτροπή για την Υγεία. Απαιτείται η σύνταξη ενός έγκυρου νομοσχεδίου από ανεξάρτητους, έμπειρους και ικανούς επαγγελματίες, γνώστες του υγειονομικού χώρου. Αν ο υπουργός Υγείας, για δικούς του λόγους, δεν εμπιστεύεται τους άξιους έλληνες εμπειρογνώμονες, υπάρχει δυνατότητα να αναζητηθούν αλλοδαποί.
Τέλος, κατά παράφραση της γνωστής ρήσης, η γυναίκα του Καίσαρα δεν αρκεί να ισχυρίζεται ότι είναι τίμια, πρέπει και να το αποδεικνύει…
Ο Κ. Γιώργος Ι. Στάθης είναι Μanager Νοσοκομείων-Οικονομολόγος, MSc,
Πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Management Υπηρεσιών Υγείας (ΕΕΜΥΥ).
Ακολουθήστε το healthweb.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Ακολουθήστε το healthweb.gr στο κανάλι μας στο YouTube