Ένα σύμπλεγμα από τεράστιους σκοτεινόχρωμους βράχους, οι οποίοι υψώνονται έξω από την Καλαμπάκα, κοντά στα πρώτα υψώματα της Πίνδου και των Χασίων, είναι τα Μετέωρα. Το όνομα Μετέωρα αποδίδεται στον κτήτορα της μονής Μεγάλου Μετεώρου, τον Άγιο Αθανάσιο τον Μετεωρίτη, ο οποίος ονόμασε «Μετέωρο» τον Πλατύ Λίθο, στον οποίο ανέβηκε πρώτη φορά το 1344. Τα μοναστήρια, που είναι χτισμένα στις κορυφές κάποιων από τους βράχους, είναι το δεύτερο πλέον σημαντικό μοναστικό συγκρότημα στην Ελλάδα, μετά το Άγιο Όρος. Σημειώνεται ότι από τα τριάντα που υπήρξαν ιστορικά, σήμερα λειτουργούν μόνο έξι και από το 1988 περιλαμβάνονται στον κατάλογο μνημείων παγκόσμιας κληρονομιάς της UNESCO.
Όσον αφορά στη δημιουργία του γεωλογικού τοπίου, αν και έχει απασχολήσει κατά καιρούς πολλούς Έλληνες και ξένους γεωλόγους, δεν έχει ακόμη ερμηνευθεί ξεκάθαρα. Πάντως, για τον συγκεκριμένο χώρο δεν υπάρχουν αναφορές ούτε στην Ελληνική Μυθολογία, ούτε από Έλληνες και ξένους ιστορικούς. Ωστόσο, σύμφωνα με τη θεωρία του Γερμανού γεωλόγου Φίλιπσον, ο οποίος επισκέφτηκε την Ελλάδα στα τέλη του 19ου αιώνα, Σύμφωνα με τη θεωρία του Γερμανού γεωλόγου Φίλιπσον, η δημιουργία αυτών των τεράστιων ογκολίθων οφείλεται σε ένα δελτοειδή κώνο από ποταμίσιους ογκόλιθους και ασβεστολιθικά πετρώματα που για εκατομμύρια χρόνια χύνονταν σε θαλάσσια έκταση που κάλυπτε τότε τη Θεσσαλία. Οι γεωλογικές μεταβολές των αιώνων ανύψωσαν και αποσφήνωσαν το τμήμα αυτό, όταν αποτραβήχτηκαν τα νερά στο Αιγαίο. Έτσι, αργότερα κατά την τριτογενή περίοδο που διαμορφώθηκαν οι αλπικές πτυχώσεις της οροσειράς της Πίνδου, αποκόπηκε αυτός ο κώνος από τη συμπαγή μορφή του δημιουργώντας επιμέρους μικρότερους, αυτοί που υφίστανται σήμερα, και ανάμεσά τους τη κοιλάδα του Πηνειού ποταμού.
Σε αυτό λοιπόν το άγριο και απροσπέλαστο τοπίο εγκαταστάθηκαν οι χριστιανοί ασκητές, πριν τον 11ο αιώνα, όπως υποστηρίζουν οι βυζαντινολόγοι, ενώ ιστορικές πληροφορίες κάνουν λόγο ότι πρώτος ασκητής ήταν ο Βαρνάβας, ο οποίος το 950 ίδρυσε την πολύ παλιά Σκήτη του Αγίου Πνεύματος και ακολούθησαν η ίδρυση της Μεταμόρφωσης το 1020 από τον Κρητικό μοναχό Ανδρόνικο και το 1160 ιδρύεται η Σκήτη Σταγών ή Δούπιανη. Μετά από 200 χρόνια ο ασκητής Βαρλαάμ ιδρύει το Μοναστήρι των Τριών Ιεραρχών και των Αγίων Πάντων και αργότερα άγνωστοι ιερωμένοι δημιούργησαν τα Μοναστήρια Αγίας Τριάδος, του Αγίου Στεφάνου, της Υπαπαντής, του Ρουσάνου ή Αρσάνου, του Αγίου Γεωργίου του Μανδηλά, του Αγίου Νικολάου του Αναπαυσά, της Παναγίας της Μήκανης, των Αγίων Θεοδώρων, του Αγίου Νικολάου του Μπάντοβα, των Αγίων Αποστόλων, του Αγίου Γρηγορίου, του Αγίου Αντωνίου, του Παντοκράτορα, της Αγίας Μονής, του Προδρόμου, της Μονής Υψηλωτέρας, ή Καλλιγράφων, του Μοδέστου, της Αλύσεως, του Αποστόλου Πέτρου, του Αγίου Δημητρίου, του Καλλιστράτου, του Ταξιαρχών και του Ιωάννου του Μπουνήλα.
Αξίζει να αναφέρουμε ότι η μοναστική ζωή στα Μετέωρα σημείωσε ύφεση στα χρόνια της παρακμής και της πτώσης της βυζαντινής αυτοκρατορίας και της συνακόλουθης οθωμανικής κατάκτησης της Θεσσαλίας το 1393. Από τα τέλη, όμως του 15ου αιώνα και κυρίως τον 16ο αιώνα τα Μετέωρα γνωρίζουν τη μεγαλύτερή τους ακμή. Ιδρύονται νέες μονές, καθολικά και μοναστηριακά κτίσματα, τα οποία κοσμούνται με απαράμιλλης τέχνης αγιογραφίες και ενισχύονται με πολλούς μοναχούς.
Κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας στα Μετέωρα διασώθηκαν μνημεία και έργα της μεταβυζαντινής τέχνης. Στις αρχές, όμως του 19ου αιώνα πολλά μοναστήρια λεηλατήθηκαν από το στρατό του Αλή Πασά. Οι μονές έγιναν προσβάσιμες το 1920, όπου δημιουργήθηκαν σκάλες και σήραγγες στους βράχους. Τότε σταμάτησε και ο ανεφοδιασμός των μονών με ανεμόσκαλες, σκοινιά, τροχαλίες και καλάθια.