Ερευνητές από το Ινστιτούτο Karolinska, στη Στοκχόλμη της Σουηδίας, με επικεφαλής την αναπληρώτρια καθηγήτρια Susanna Larsson, μελέτησαν 96 γενετικές παραλλαγές που σχετίζονται με τον ΔΜΣ και το σωματικό λίπος για να εκτιμήσουν την επίδρασή τους σε 14 καρδιαγγειακές παθήσεις για 367.703 συμμετέχοντες βρετανικής καταγωγής οι οποίοι περιλαμβάνονται στην UK Biobank – μια βάση δεδομένων για 500.000 άτομα ηλικίας 40-69 ετών.
Η Larsson σημείωσε: «Η αιτιώδης συσχέτιση μεταξύ λιπώδους μάζας και αρκετών ασθενειών της καρδιάς και των αιμοφόρων αγγείων, ιδιαίτερα της στένωσης της αορτικής βαλβίδας, ήταν άγνωστη. Χρησιμοποιώντας την Μεντελιανή τυχαιοποίηση διαπιστώσαμε ότι ο υψηλότερος ΔΜΣ και η υψηλότερη λιπώδης μάζα σχετίζονται με αυξημένο κίνδυνο στένωσης αορτικής βαλβίδας και των περισσότερων άλλων καρδιαγγειακών παθήσεων, γεγονός που υποδηλώνει ότι το υπερβολικό σωματικό λίπος είναι αιτία καρδιαγγειακής νόσου».
Οι άνθρωποι που είχαν γενετικές παραλλαγές οι οποίες προβλέπουν υψηλότερο ΔΜΣ διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο στένωσης αορτικής βαλβίδας, καρδιακής ανεπάρκειας, βαθιάς φλεβικής θρόμβωσης, υψηλής αρτηριακής πίεσης, περιφερικής αρτηριακής νόσου, στεφανιαίας νόσου, κολπικής μαρμαρυγής και πνευμονικής εμβολής.
Για κάθε γενετικά προβλεπόμενη αύξηση του ΔΜΣ κατά 1 μονάδα, ο αυξημένος κίνδυνος κυμάνθηκε από 6% για την πνευμονική εμβολή έως 13% για τη στένωση της αορτικής βαλβίδας. Να σημειωθεί ότι για έναν ΔΜΣ που θεωρείται «υγιής» (20-25 kg / m2) κάθε 1 μονάδα αύξηση για κάποιον που έχει ύψος 170 εκατοστά ύψος, αντιστοιχεί σε αύξηση σωματικού βάρους σχεδόν 3 κιλά.
Η Larsson δήλωσε: «Τα γονίδια μπορεί να μας προδιαθέτουν να κερδίσουμε βάρος, αλλά οι παράγοντες του τρόπου ζωής, όπως η υπερκατανάλωση τροφής και η έλλειψη σωματικής δραστηριότητας, είναι οι κύριοι καθοριστικοί παράγοντες του υπερβολικού βάρους. Οι άνθρωποι που έχουν προδιάθεση για έναν υψηλότερο ΔΜΣ μπορεί να χρειαστεί να εργαστούν λίγο σκληρότερα για να διατηρήσουν ένα υγιές βάρος». Η μελέτη δημοσιεύθηκε στο European Heart Journal.