Είναι γνωστό σε όλους μας ότι η συμπεριφορά του ανθρώπου είναι σε ένα μεγάλο βαθμό προϊόν μάθησης. Μαθαίνουμε, να μιλάμε, να διαβάζουμε, να γράφουμε, να λύνουμε προβλήματα, να γνωρίζουμε τους νόμους, τους ηθικούς κανόνες, την πολιτική κ.ά. Η μάθηση, λοιπόν, ναι , είναι η βάση των γνώσεων και των δεξιοτήτων και επιδρά ανάλογα στα ενδιαφέροντα, τα κίνητρα και τα συναισθήματα του ανθρώπου.
Πολλές φορές, όμως, συμβαίνει η ανθρώπινη συμπεριφορά να έχει χαρακτηριστικά τέτοια που δεν ανταποκρίνονται (λιγότερο ή περισσότερο) στα βασικά χαρακτηριστικά της συμπεριφοράς ανθρώπου της ηλικίας του, ή να εμφανίζει ασυνήθιστες αντιδράσεις. Τι συμβαίνει στην περίπτωση αυτή και πως αντιμετωπίζεται;
Απαντήσεις δίνει στο www.Life2day.gr ο Δημήτρης Μπούκουρας-Κλινικός Ψυχολόγος -Ψυχοθεραπευτής.
Στην περίπτωση αυτή μπορούμε να επηρεάσουμε αποτελεσματικά τη συμπεριφορά με τη χρησιμοποίηση μεθοδευμένων τεχνικών, που δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα μέρος μιας γενικότερης μεθόδου αντιμετώπισης ή διαμόρφωσης συμπεριφοράς, που λέγεται παιδαγωγική.
Γνωρίζουμε όλοι ότι από τη στιγμή που είναι παιδί έρχεται στον κόσμο, αναλαμβάνουμε την ευθύνη και το ρόλο να μεταδώσουμε σ’ αυτό εμπειρίες, αξίες και συμπεριφορές. Κι από την πιο μικρή, λοιπόν, ηλικία μαθαίνουμε στο παιδί ποιες συμπεριφορές πρέπει να υιοθετεί και ποιες όχι. Παράλληλα του μεταφέρουμε έναν αριθμό απαγορεύσεων, έναν αριθμό από «πρέπει». Και χρησιμοποιούμε τεχνικές, που άλλοτε ενθαρρύνουν το παιδί να κάνει κάτι και άλλοτε το αποθαρρύνουν.
Μ’ άλλα λόγια η τιμωρία και η ανταμοιβή είναι ένα παιδαγωγικό σχήμα, με το οποίο επιβραβεύουμε το άτομο, όταν δείχνει επιθυμητή συμπεριφορά και το τιμωρούμε όταν δείχνει μια ανεπιθύμητη. Η μέθοδος αυτή, θα λέγαμε ότι έχει στόχο να πετύχει μια συμπεριφορά είτε αποθαρρύνοντας το άτομο με αρνητική ενίσχυση, είτε ενθαρρύνοντάς το με θετική ενίσχυση.
Το μέσο αυτό της παιδαγωγικής δεν είναι καθόλου καινούριο, αφού ο άνθρωπος κοινωνικό ον ζούσε μέσα σε μια κοινωνία όπου η συμβίωση δημιουργούσε συγκρούσεις που μοιραία επέβαλαν τη χρήση τιμωρίας. Το καινούριο που θα μπορούσαμε να προσθέσουμε είναι ότι οι παιδαγωγικές μέθοδοι σήμερα χρησιμοποιούνται πλέον συστηματικά και είναι ελεγχόμενες από την ψυχολογία.
Αναφέραμε πιο πάνω ότι το σχήμα «τιμωρία- ανταμοιβή» είναι ένα παιδαγωγικό μέσο, το οποίο εντάσσεται όμως στο γενικότερο πλαίσιο της διαπαιδαγώγησης του παιδιού. Κι εδώ πρέπει να επισημάνουμε ενδεικτικά δύο βασικούς και υπεύθυνους φορείς της διαπαιδαγώγησης του παιδιού που είναι το. σχολείο και η οικογένεια.
Παλιότερα όλοι πίστευαν ότι ο κύριος φορέας της αγωγής ήταν το σχολείο, αφού ο ρόλος των γονέων ήταν αρκετά υποβαθμισμένος. Και φυσικά οι τότε εκπαιδευτικοί είχαν επωμιστεί και αυτόν το ρόλο, χωρίς να έχουν την κατάλληλη βοήθεια από την επιστήμη, με αποτέλεσμα να καταφεύγουν σε μέτρα σωφρονιστικά, παιδονομικά κ.ά., με δυσάρεστες επιπτώσεις για τα παιδιά.
Ας δούμε όμως κατ’ αρχήν τι συμβαίνει στο σχολείο και ποιος είναι ο ρόλος του στη διαπαιδαγώγηση. Και συγκεκριμένα στο παιδαγωγικό σχήμα που αναφέραμε. Στην περίπτωση αυτή ο δάσκαλος παρουσιάζεται σαν τον άνθρωπο εκείνο που έχει την ικανότητα να αμείβει και να τιμωρεί τους μαθητές του.
Και είναι γνωστό, άλλωστε, ότι όταν λέμε αμοιβή για το σχολείο εννοούμε είτε τη λεκτική επιβράβευση (μπράβο είσαι άριστος μαθητής, κλπ.), είτε την υλική και ηθική επιβράβευση (υψηλή βαθμολογία, ανάθεση πρωτοβουλιών, απονομή τίτλων κλπ.).
Αντίθετα η τιμωρία μπορεί να εκφράζεται με κακούς χαρακτηρισμούς, με ύβρεις, με χαμηλή βαθμολογία, με αποβολές από την αίθουσα ή το σχολείο, σε μερικές περιπτώσεις με χειροδικία κλπ.
Αυτή η διαδικασία διαμορφώνεται στην πραγματικότητα του σχολείου γιατί το σχολείο παρουσιάζεται σαν μια οργανωμένη κοινωνία, η οποία έχει καθορίσει τους κανόνες της, τους στόχους, τις επιδιώξεις της, και με βάση αυτό το πρότυπο καλείται ο μαθητής να ελέγχει τον εαυτό του, να πειθαρχεί και να ανταποκρίνεται θετικά στις επιδιώξεις του σχολείου.
Η έννοια της πειθαρχίας είναι βασική προϋπόθεση για την ομαλή λειτουργία του σχολείου και οι πειθαρχικές πράξεις (τιμωρίες) επιβάλλονται, όταν ο μαθητής αποτύχει να ανταποκριθεί στις αρχές του σχολείου.
Μ’ άλλα λόγια ο δάσκαλος και ο μαθητής εμπλέκονται σε μια σχέση, η οποία είναι μια μορφή επικοινωνίας, που για να είναι εποικοδομητική, θα πρέπει να υπάρχει και η αμοιβαία συναισθηματική αποδοχή, πέρα από την επιβολή της εξουσίας του δάσκαλου στην τάξη. Πράγμα που σημαίνει ότι οι γνώσεις, παράλληλα, του δασκάλου στην παιδαγωγική και ψυχολογία, η αυτογνωσία του καθώς και η συναισθηματική του ωριμότητα επιδρούν στην καλή επικοινωνία στο σχολείο και επηρεάζουν θετικά τις ανθρώπινες σχέσεις μεταξύ δάσκαλου και μαθητή.
Το αναφέρω αυτό με αφορμή το γεγονός ότι ακόμη και σήμερα πολλοί εκπαιδευτικοί ξοδεύουν αρκετόν από τον καιρό τους στην προσπάθεια να διατηρήσουν μια απλή λεκτική επικοινωνία που προϋποθέτει την προσοχή και την υπακοή όλων των μαθητών, την οποία, βέβαια, πετυχαίνουν εφαρμόζοντας εύκολες λύσεις (τιμωρίες), που με τη σειρά τους αποδεικνύονται αντιπαιδαγωγικές γιατί εγκαθιστούν ένα άσχημο και ανελεύθερο κλίμα επικοινωνίας στην τάξη.
Στην πραγματικότητα η καλή πειθαρχία και η υπακοή του μαθητή θα μπορούσε να οριστεί σαν η ικανότητα του δάσκαλου να κατασκευάσει και να διατηρήσει ένα είδος διαλόγου και συνομιλίας και η εξουσία του να κανονίζεται και να διαμορφώνεται σύμφωνα με τις ανάγκες της τάξης.
Ας δούμε τώρα, τί συμβαίνει στο βασικό και ουσιαστικό περιβάλλον του παιδιού, που είναι η οικογένεια.
Οι περισσότεροι άνθρωποι όταν γίνονται γονείς πιστεύουν ότι πάνω στα παιδιά τους μπορούν να καθρεφτίζουν τις δικές τους επιθυμίες, τους δικούς τους στόχους και τα όνειρά τους για τη διαμόρφωση της προσωπικότητας και του μέλλοντος των παιδιών τους. Χαράζουν, θα λέγαμε, ένα δρόμο με τις δικές τους προδιαγραφές, τις δικές τους αξίες, τις οποίες μεταφέρουν στα παιδιά και εννοούν ότι πρέπει πάνω σ’ αυτό το δρόμο να βαδίζουν.
Στην περίπτωση που αυτό πραγματοποιείται, τότε έχουμε την απεριόριστη επιβράβευση, οι γονείς περηφανεύονται και καμαρώνουν τα παιδιά τους, ενώ στην περίπτωση που το παιδί παρεκκλίνει από την πορεία του, τότε έχουμε ουσιαστικά την καταδίκη του από τη γονεϊκή πλευρά, γίνεται η ντροπή της οικογένειας με τα επακόλουθα των στερήσεων που επιβάλλονται σαν τιμωρία για το «παραστρατημένο» παιδί.
Είναι φανερό ότι και στην περίπτωση αυτή ο γονιός παρουσιάζεται σαν εκείνος που έχει τη δυνατότητα και την ικανότητα να επιβάλλει τιμωρητικές πράξεις, αλλά και να επιβραβεύει, συνεπώς έχει αναμφισβήτητα το δεδομένο της εξουσίας. Το πρόβλημα που γεννιέται αμέσως είναι κατά πόσο η εφαρμογή αυτής της εξουσίας μπορεί να τίθεται υπό έλεγχο και να κυριαρχείται από το γονιό, έτσι ώστε να αποβαίνει θετική για το παιδί, ή να μη συγκρατείται και να έχει τις περισσότερες φορές αρνητικές επιπτώσεις πάνω του.
Για να ξεκαθαρίσουμε καλύτερα το τι συμβαίνει σε μια κατάσταση εξουσίας, θα μπορούσαμε να πούμε ότι μέσα στην οικογένεια π.χ. λειτουργεί ένα σύστημα εξουσιαζόμενου και εξουσιάζοντος. Όσον αφορά τον πρώτο αντιπροσωπεύεται από το ή τα παιδιά, όσον αφορά το δεύτερο από τους γονείς ή από τον κάθε γονιό ξεχωριστά.
Εξάλλου είναι γνωστό ότι ο άνθρωπος τη στιγμή που γεννιέται, όπως είπαμε στην αρχή, είναι ένα πλάσμα που χαρακτηριστικό στοιχείο στις ανάγκες του είναι ο πρωτογονισμός. Κυρίαρχο ρόλο στη μεταμόρφωση αυτού του πρωτόγονου πλάσματος σ’ έναν άνθρωπο πολιτισμένο παίζει η παρουσία των γονέων και η διαπαιδαγώγηση που εφαρμόζουν πάνω σ’ αυτό.
Είναι φυσικό το παιδί να έχει ενστικτώδεις ορμές, τις οποίες η παιδαγωγική πολλές φορές έρχεται να περιορίσει ή και να απαγορεύσει (όταν π.χ. μαθαίνουμε στο παιδί να ελέγχει τους σφικτήρες του, να μην ουρεί πάνω κλπ.). Οι πιέσεις που δέχεται το παιδί είναι επόμενο να αναχαιτίζουν την ικανοποίησή του και να δημιουργούν αντιδράσεις (να φωνάζει, να κλαίει, να κάνει ζημιές κλπ.). Στο σημείο αυτό μεγάλη σημασία έχει η συμπεριφορά από την πλευρά των γονέων.
Αν δούμε το γονιό σαν ένα άτομο που έχει τη δική του προσωπικότητα, άρα και τη δική του προβληματική, επομένως και βιώματα που έχουν μείνει μέσα του από τη δική του παιδική ηλικία, θα διαπιστώσουμε συχνά πως θεωρεί ότι έχει το δικαίωμα τον τρόπο που ζούσε αυτός με τους δικούς του γονείς να τον επιβάλει και στα δικά του παιδιά, υιοθετώντας μια παρόμοια, αν όχι ταυτόσημη, συμπεριφορά.
Επίσης, πολλοί γονείς δεν είναι σε θέση να ελέγξουν την επιθετικότητά τους, που απορρέει από δικά τους προβλήματα και βρίσκουν την εκτόνωσή τους με εφαρμογές σκληρών τιμωριών πάνω στα παιδιά τους. Κι εκείνα με τη σειρά τους ή θα είναι υποχρεωμένα να αντιδράσουν επιθετικά προς το γονιό (να φωνάζουν, ή και να χειροδικήσουν), ή να ξεσπάσουν σε κάποιο άλλο πρόσωπο) ή με το φόβο της βαριάς τιμωρίας να στρέψουν την επιθετικότητά τους απέναντι στον εαυτό τους και αυτό το φαινόμενο με συχνή εξακολούθηση να καταλήξει στο μαζοχισμό. θα αναφερών εδώ ένα παράδειγμα που αφορά το σχολείο, αλλά κάνει σαφή αυτήν την κατάσταση και δείχνει καθαρά το νόημα της στραμμένης προς τον εαυτό.
Πρόκειται για ένα αγόρι 8 χρονών, που φοιτά στην Γ’ Δημοτικού σε σχολείο της επαρχίας. Η δασκάλα του ήταν κατά κανόνα καλή μαζί του. Ήταν, όμως, αυστηρή, όταν εκείνος ερχόταν αδιάβαστος στο μάθημα. Τον επέπληττε μπροστά στα παιδιά και δεν του έδινε ποτέ βαθμό. Ο μικρός αισθανότανε άσχημα μ’ αυτήν την κατάσταση, αλλά πώς ήταν δυνατό να αντιδράσει απέναντι στη δασκάλα του; Έτσι μια μέρα μέσα στην τάξη του σηκώθηκε μόνος του, χωρίς να του το ζητήσει εκείνη και κάθισε στον τοίχο αυτοτιμωρούμενος επί δύο ώρες, παρά τις προσπάθειες της δασκάλας του να τον καθίσει στο θρανίο. Κάθισε μόνος του, όταν πλέον είχε κουραστεί.
Εκείνο λοιπόν που διαπιστώνουμε είναι ότι υπάρχει κοινή η κατάσταση εξουσίας τόσο στην οικογένεια, όσο και στο σχολείο και έχει άμεση και απόλυτη σχέση με την εφαρμογή της τιμωρίας αλλά και της ανταμοιβής. Το είδος, η μέθοδος, το πρόσωπο που επιβάλλει την τιμωρία ή την ανταμοιβή παίζει τον κακό ή τον καλό ρόλο στη διαπαιδαγώγηση του παιδιού, κι είναι σημαντικό να γνωρίζουμε να τιθασεύουμε την παντοδυναμία που μπορεί να μας χαρίζει η εξουσία.
Είναι φανερό, συνεπώς, ότι η διοχέτευση της επιθετικότητας, που απελευθερώνεται από τη δύναμη της εξουσίας μπορεί να ευνοήσει το άτομο να ξεφύγει από τη γραμμή της διαπαιδαγώγησης, που είναι η μέθοδος για τη διαμόρφωση μιας συμπεριφοράς προκαθορισμένης από κείνον που έχει την ευθύνη γι’ αυτό, έτσι ώστε η επιβολή της τιμωρίας ή της ανταμοιβής να έχει διακανονιστικό χαρακτήρα για την ομαλή πορεία του παιδιού πάνω στη γραμμή που χαρακτικέ.
Με βάση το πλάνο και τις αρχές που διέπουν τη διαπαιδαγώγηση, έτσι όπως τα εξετάσαμε πιο πάνω στο θέμα της τιμωρίας και ανταμοιβής, είναι απαραίτητο να έχουμε υπόψη μας ορισμένες προϋποθέσεις για την κατά το δυνατό καλύτερη εφαρμογή αυτού του σχήματος και ιδιαίτερα της τιμωρίας.
Πρώτα απ’ όλα πρέπει να προσέχουμε τον εαυτό μας, πράγμα που σημαίνει ότι πρέπει να κυριαρχούμε τα προβλήματά μας, να ελέγχουμε την επιθετικότητα που εκλύεται, όταν βρισκόμαστε μπροστά στην απόφαση μιας τιμωρίας, Αυτό, βέβαια, έχει σαν προϋπόθεση την καλή γνώση του εαυτού μας, που μας επιτρέπει να αντιμετωπίζουμε με σταθερότητα και συγκρατημένη επιθετικότητα την περίπτωση τιμωρίας.
Εξάλλου, ο διάλογος, η συζήτηση με το παιδί καθώς και η ανάλυση των αιτίων που οδηγούν το γονιό στην επιβολή της τιμωρίας είναι ένα θετικό δείγμα αυτοέλεγχου από την πλευρά των γονέων.
Το είδος και το μέγεθος της τιμωρίας (αν είναι μια τιμωρία προσβλητική και ταπεινωτική για το παιδί, ή όχι), το πόσο ακόμα αντικειμενική και δίκαιη είναι όταν επιβάλλεται είναι σημαντικά στοιχεία που πρέπει να προσεχθούν. Τέλος, επειδή μας είναι γνωστό ότι η τιμωρία είναι ένα ευρύχωρο κοινωνικό μέτρο, το οποίο επιβάλλεται σ’ όλους τους ανθρώπους και σ’ όλες τις ηλικίες, θα πρέπει να γίνει σαφές στο παιδί πότε αυτή επιβάλλεται για παραδειγματισμό και συμμόρφωση και πότε αποτελεί κατάχρηση εξουσίας.